Ετικέτα: ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

  • χάση, η [‘xasi]

    χάση, η [‘xasi]: η ελάττωση του φωτεινού δίσκου της σελήνης, όταν βρίσκεται στην τελευταία φάση της. [χα- (χάνω) -ση].

  • χαρανί, το [xara’ni]

    χαρανί, το [xara’ni]: το καζάνι. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • χαμόσπιτο, το [xa’mospito]

    χαμόσπιτο, το [xa’mospito]: χαμηλό, μικρό και φτωχικό σπίτι. [χαμο- + σπίτ(ι) -ο]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • χάμουρα, τα [‘xamura]

    χάμουρα, τα [‘xamura]: η σαγή (το σύνολο των εξαρτημάτων που τοποθετούμε επάνω στο υποζύγιο, όταν πρόκειται να το ιππεύσουμε ή να το φορτώσουμε) του αλόγου και κυρίως τα ηνία. [ρουμ. hamuri, πληθ. του ham που θεωρήθηκε ουδ. εν. και τροπή σε πληθ.]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • χαλκιάς, ο [xa’lcas]

    χαλκιάς, ο [xal’cas]: αυτός που κατεργάζεται το χαλκό. || σιδεράς. [μσν. χαλκιάς < *χαλκέας με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < αρχ. χαλκεύς, αιτ. -έα].

  • χαλάλι, το [xa’lali]

    χαλάλι, το [xa’lali]: λεπτό ξυλαράκι [τουρκ. (διαλεκτ.) halal (< helâl από τα αραβ.) -ι].

  • χαΐρι, το [xa’iri]

    χαΐρι, το [xa’iri]: όφελος, προκοπή: ‘Δεν είδα χαΐρι απ΄ αυτόν’ (δε μου πρόσφερε τίποτε καλό). (κατάρα) Χαΐρι να μη δεις! [τουρκ. hayιr (από τα αραβ.) -ι].

  • φώτιμα, το [‘fotima]

    φώτιμα, το [‘fotima]: το ξημέρωμα: ‘Περιμένει μέχρι να βγει το φώτιμα’.  [< φώτι(σ)μα]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • χαβιά, η [xa’vʝa]

    χαβιά, η [xa’vʝa]: χαλινάρι για ατίθασα άλογα. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • φώλος, ο [‘folos]

    φώλος, ο [‘folos]: το φώλι, το αυγό που βάζουν στη φωλιά για να κλωσίσει η κότα. [< φώλ(ι) –ος]. Και: https://ilialang.gr/φώλι-το-foli/ Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • φυσήχτρα, η [fi’sixtra]

    φυσήχτρα, η [fi’sixtra]: τρυπημένο καλάμι για το τρύπημα της φωτιάς. [ < φυσάω < φύσησ- ηχτρα]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • φώλι, το [‘foli]

    φώλι, το [‘foli]: αληθινό ή ψεύτικο αυγό που βάζουν στη φωλιά της κότας για να την κάνουν να γεννήσει εκεί και όχι σε άλλο μέρος. [φωλ(ιά) υποκορ. -ι]. Και: https://ilialang.gr/φώλος-ο/

  • φυράδα, η [fi’raða]

    φυράδα, η [fi’raða]: η χαραμάδα. [< φυρ(ός) –άδα].

  • φρατζιάτα, η [fra’dzʝata]

    φρατζιάτα, η [fra’dzʝata]: πρόχειρο καλύβι από χόρτα για το καλοκαίρι, στέκι. ‘Ο βοσκός καθόταν στη φρατζιάτα του για να ξαπωστάσει’. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • φούσκουμα, το [‘fuskuma]

    φούσκουμα, το [‘fuskuma]: α. τυμπανισμός. β. αρρώστια ζώων. [< φούσκ(ωμα) -ούμα]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • φραμπαλίκι, το [framba’liki]

    φραμπαλίκι, το [framba’liki]: η πλάκα, το αστείο [< φαρμπαλάς με μετάθ. του [r] < γαλλ. falbala -ς με ανομ. υγρών [l-l > r-l] ].

  • φούσκουλος, ο [‘fuskulos]

    φούσκουλος, ο [‘fuskulos]: πέσιμο από γλίστρημα: ‘Έφαγε ένα γερό φούσκουλο’ (έπεσε και γλίστρησε).

  • φορτοτριχιά, η [fortotri’ça]

    φορτοτριχιά, η [fortotri’ça]: το σχοινί σαμαριού που χρησιμεύει για το φόρτωμα: ‘Πάρτην φορτοτριχιά να κάμεις τη δουλειά σου’. [φορτ(ώνω) ελνστ. + τριχία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • φούρκα, η [‘furka]

    φούρκα, η [‘furka]: α. ξύλινος κυρίως πάσσαλος που καταλήγει σε διχάλα. Και: https://ilialang.gr/φουρκάδα-η/ β. η θηλιά της κρεμάλας. [ελνστ. φοῦρκα < λατ. furca]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • φουρκάδα, η [fu’rkaða]

    φουρκάδα, η [fu’rkaða]: ξύλινο δίχαλο για υποστήριγμα δέντρων και φυτών, [< φούρκ(α) –άδα]. Και: https://ilialang.gr/φούρκα-η-furka/ Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o