Ετικέτα: ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

  • χωρατό, το [xora’to]

    χωρατό, το [xora’to]: αστείο, άκακο πείραγμα: ‘Χοντροκομμένο χωρατό μου έκανες’. [χωρατ(εύω) -ό (αναδρ. σχημ.)]..

  • ψιλολιές, οι [psilo’ʎes]

    ψιλολιές, οι [psilo’ʎes]:  οι ψιλές ελιές. [< ψιλ(η) -ο- (ε)λ(ιά) -ιες].

  • χρυσή, η [xri’si]

    χρυσή, η [xri’si]: ίκτερος: ‘Bγάζω τη χρυσή’ (παθαίνω ίκτερο), και ως Φράση: φοβάμαι, θυμώνω πολύ. [ουσιαστικοπ. θηλ. του επιθ. χρυσός (ενν. αρρώστια)].

  • χτένι, το [‘xteni]

    χτένι, το [‘xteni]: α. χτένα. β. εξάρτημα του αργαλειού που, καθώς περνάει μέσα από το στημόνι, χωρίζει τις κλωστές και συμπιέζει το υφάδι. γ. το κάτω άκρο του ποδιού εκεί που δένει το κορδόνι. [μσν. χτένι < κτένιν με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] < ελνστ. κτένιον υποκορ. του αρχ. κτείς ὁ].

  • χτικιό το [xti’co]

    χτικιό το [xti’co]: φυματίωση.  [μσν. κτικιό με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] < κτικ(ιάζω) (δες στο χτικιάζω) -ιό (αναδρ. σχημ.)].

  • χρουμπούλι, το [xru’buli]

    Χρουμπούλι, το [xru’buli]: Ο σβόλος του τραχανά < γρόμπος «εξόγκωμα στο δέρμα» < ιταλ groppo «κόμπος» < προβηγκ cropa < αρχ. γερμ. kruppa «σφαιρική μάζα».

  • χούσβελη, η [‘xusveli]

    χούσβελη, η [‘xusveli]: η στάχτη του τζακιού. [< χόβολη]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • χούι, το [‘xui]

    χούι, το [‘xui]: συνήθεια, ιδιορρυθμία, συνήθ. ενοχλητική για τους άλλους. Φράση: ‘(δεν) ταιριάζουν τα χούγια τους’. [τουρκ. huy].

  • χλίψη, η [‘xlipsi]

    χλίψη, η [‘xlipsi]: η θλίψη. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • χοντρικό, το [xondri’ko]

    χοντρικό, το [xondri’ko]: μεγάλο γιδοπρόβατο  [< χοντρ(ός) -ικός· λόγ. επίδρ.]. Και: https://ilialang.gr/χοντρό-το-xodro/ Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • χοντρολιές, οι [xodro’ʎes]

    Χοντρολιές, οι [xodro’ʎes]: οι βρώσιμες ελιές. [< χοντρ(ός) –ο- ελιά].

  • χιονίστρα, η [ço’nistra]

    χιονίστρα, η [ço’nistra]: τοπικός ερεθισμός και πρήξιμο που παρουσιάζεται στα δάχτυλα, στη μύτη και στα αυτιά και που προκαλείται από ψύξη. [χιόν(ι) -ίστρα].

  • χερόμυλος, ο [çe’romilos]

    χερόμυλος, ο [çe’romilos]: μύλος που τον γυρίζουν με το χέρι. [χερ-: ελνστ. χειρόμυλος κατά το χέρι· χειρ-: λόγ. επίδρ.]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • χεριά, η [çe’rʝa]

    χεριά, η [çe’rʝa]: όσο πιάνει το χέρι, κυρίως για φυτά με μακριά κοτσάνια: ‘Mάζευε χεριές χεριές τα αγριολούλουδα’. [μσν. χερέα με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < χέρ(ι) -έα > -ιά].

  • χερικό, το [çeri’ko]

    χερικό, το [çeri’ko]: στις εκφράσεις: ‘Mου έκανε χερικό πρωί πρωί στο μαγαζί’ (μου έκανε σεφτέ).’ Έχει καλό / κακό χερικό’ (φέρνει γούρι / γρουσουζιά στη δουλειά που πρωτοαρχίζει). [μσν. χερικόν ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. χερικός < χέρ(ι) -ικός].

  • χειμωνικό, το [çimoni’ko]

    χειμωνικό, το [çimoni’ko]: καρπούζι. [μσν. χειμωνικόν < χειμών(ας) -ικόν]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • χάχαλο, το [‘xaxalo]

    χάχαλο, το [‘xaxalo]: α. ξυλαράκι: ‘Θα μαζέψω χάχαλα για την φωτιά’. β. (μτφ.) ο πολύ αδύνατος: ‘Είναι μπίτι χάχαλο τρομάρα του!’. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • χαράργια, τα [xa’rarʝa]

    xαράργια, τα [xa’rarʝa]: σύστημα με ξύλα και σχοινιά τοποθετημένα με τέτοιον τρόπο ώστε να είναι δυνατή η μεταφορά του άχυρου με τη βοήθεια ζώων.

  • χαρδαβέλα, η [xarða’vela]

    χαρδαβέλα, η [xarða’vela]: ο κρίκος που μπαίνει στη μύτη του γουρουνιού για να μην σκάβει. Και: https://ilialang.gr/χαρναβέλα-η-xarnavela/ Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • χαρλαύτης, ο [xa’rlaftis]

    χαρλαύτης, ο [xa’rlaftis]: υποτιμητικός χαρακτηρισμός για τον πολυφαγά. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o