Ετικέτα: ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
-
αρβύλια, τα [a’rviʎa]
αρβύλια, τα [a’rviʎa]: τα παπούτσια του τσοπάνι. [< αρχ. ἀρβύλ(η) -ια].
-
τσέλιγκας, ο [‘tseliŋgas]
τσέλιγκας, ο [‘tseliŋgas]: αυτός που έχει μεγάλα κοπάδια ζώων: ‘Αυτός είναι τσέλιγκας. Κατέχει ούλο το χωριό!’ [< σλαβ. çelnik ‘αρχηγός’ -ας].
-
προβατάς, ο [prova’tas]
προβατάς, ο [prova’tas]: ο βοσκός. [πρόβατ(ο) -ας].
-
κάπα, η [‘kapa]
κάπα, η [‘kapa]: αδιάβροχο, χοντρό πανωφόρι από μαλλία ζώου (συνήθως κατσίκας ή προβάτου) το οποίο φορούσε ο βοσκός. [< ιταλ. cappa].
-
αράπης, ο [a’rapis]
αράπης, ο [a’rapis]: το μαύρο σκυλί. [τουρκ. Arap -ης < αραβ. ῾Arab].
-
τριλείρης, ο [tri’liris]
τριλείρης, ο [tri’liris]: πετεινός με τρία λειριά. [< τρι(α) + λειρ(ί) -ης].
-
καλτσουνάτη, η [kaltsu’nati]
καλτσουνάτη, η [kaltsu’nati]: η κότα που έχει πούπουλα στα πόδια. [< ιταλ. calz(a) -ουνάτη].
-
πετρωτή, η [petro’ti]
πετρωτή, η [petro’ti]: κότα με άσπρα και μαύρα πούπουλα. [< πέτρ(α) -ωτή].
-
λαθουράτη, η [laθu’rati]
λαθουράτη, η [laθu’rati]: κότα που έχει σκούρο κεφάλι και άσπρα πούπουλα.
-
μπιρμπιλή, η [birbi’li]
μπιρμπιλή, η [birbi’li]: η κότα που έχει διάφορα χρώματα στα πούπουλα. [μπιρ-: ίσως τουρκ. bülbül dişi (bülbül ‘αηδόνι΄ dişi `θηλυκό ταίρι΄) με ανομ. των υγρών συμφ. [l-l > r-l] θηλ. -ή].
-
τσιμπουρή, η [tsimbu’ri]
τσιμπουρή, η [tsimbu’ri]: η προβατίνα που έχει μικρές ρώγες. [τσιμπούρ(ι) -ή].
-
κάτσαινα, η [‘katsena]
κάτσαινα, η [‘katsena]: προβατίνα με καφέ πρόσωπο. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
βάκρα, η [‘vakra]
βάκρα, η [‘vakra]: προβατίνα με μαύρο πρόσωπο. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i, Και: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
μολαΐμικο, το [mola’imiko]
μολαΐμικο, το [mola’imiko]: το ήρεμο κριάρι.
-
μαρτίνι, το [ma’rtini]
μαρτίνι, το [ma’rtini]: το κριάρι.
-
πράσι, το [‘prasi]
πράσι, το [‘prasi]: ο χώρος των γουρουνιών.
-
ψιχάλα η [psi’xala]
ψιχάλα η [psi’xala]: σταγόνα βροχής: ‘Ψιλές / χοντρές ψιχάλες’. [μσν. *ψιχάλα (πρβ. μσν. ψιχαλίζει) συμφυρ. ψεκάδα < αρχ. ψεκάς, αιτ. -άδα + ψίχαλο ‘ψίχουλο΄ < αρχ. ψιχ- (δες ψίχα) -αλο].
-
ψιχαστήρα, η [psixa’stira]
ψιχαστήρα, η [psixa’stira]: μεταλλική χειροκίνητη συσκευή για τον ψεκασμό του αμπελιού: ‘Πάρε την ψιχαστήρα για τ’αμπέλι’. [λόγ. ψεκασ- (ψεκάζω) -τήρ > -τήρας μτφρδ. αγγλ. sprinkler].
-
ψυχοπαίδι, το [psixo’peði]
ψυχοπαίδι, το [psixo’peði]: το παιδί που υιοθετεί κάποιος ή απλώς το παίρνει για να του προσφέρει γονική προστασία: ‘Tο λυπήθηκαν το ορφανό και το πήραν για ψυχοπαίδι, να ΄χουν κι αυτοί συντροφιά στα γηρατειά τους’. [ψυχ(ή) -ο- + παιδ(ί) -ι].
-
ψωμόλυσσα, η [pso’mοlisa]
ψωμόλυσσα, η [pso’mοlisa]: α. υπερβολικά έντονο αίσθημα πείνας: ‘Έχω μια ψωμόλυσσα που τρώω κι εσένα!’ β. ως μειωτικός χαρακτηρισμός ανθρώπου εξαθλιωμένου από τη μεγάλη φτώχεια· πειναλέος, πεινάλας. [ψωμ(ί) -ο- + λύσσα].