Ετικέτα: ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
-
ροβολικό, το [rovoli’ko]
ροβολικό, το [rovoli’ko]: το πλαγερό μέρος. [< ίσως, λατ. revolare ‘επιστρέφω γρήγορα’ ροβολ(άω) -ικό].
-
μαυρόκαμπος, ο [ma’vrokambos]
μαυρόκαμπος, ο [ma’vrokambos]: ο μεγάλος κάμπος. [< μαύρ(ο) -ο- κάμπος].
-
θολομπούρα, η [θolo’bura]
θολομπούρα, η [θolo’bura]: το θολό νερό. [θολ(ός) -ομπούρα].
-
αητορίχης, ο [aito’riçis]
αητορίχης, ο [aito’riçis]: ψάρι ποταμιού. [ίσως, αητ(ός) -ο- ρηχ(ά) -ης].
-
αλογοβορός, ο [aloγovo’ros]
αλογοβορός, ο [aloγovo’ros]: μέρος με νερό όπου πηγαίνουν τα άλογα. [άλογ(ο) -ο- βορ(ά) -ός].
-
στανοτόπια, τα [stano’topʝa]
στανοτόπια, τα [stano’topʝa]: χωράφι που νοικιάζεται προκειμένου να βοσκίσουν τα ζώα. [< στάν(η) -ο- τόπ(ος) -ια].
-
σκάρος, ο [‘skaros]
σκάρος, ο [‘skaros]: ο χρόνος βοσκής. [< ελνσ. σκάρος, το ‘πηδηματάκι’].
-
κεφαλόμαλλα, τα [kefa’lomala]
κεφαλόμαλλα, τα [kefa’lomala]: τα μαλλιά από τα κεφάλια ζώων. [< κεφαλ(ι) -ο- μαλλ(ι) -α].
-
κωλοκούρεμα, το [kolo’kurema]
κωλοκούρεμα, το [kolo’kurema]: το κούρεμα των προβάτων στο πίσω μέρος του σώματός τους. [< κωλ(ος) -ο- κούρεμα].
-
καπερόνι, το [kape’roni]
καπερόνι, το [kape’roni]: η χαίτη στις γίδες. [< γαλλ. chaperon -ι].
-
στάλπη, η [‘stalpi]
στάλπη, η [‘stalpi]: το τυρί που δεν το έχουν σουρώσει.
-
κορφή, η [ko’rfi]
κορφή, η [ko’rfi]: το βούτυρο. [μσν. κορφή < αρχ. κορυφή με συγκ. του άτ. [i] ανάμεσα σε δύο σύμφ.].
-
διόνιστρο, το [‘ðʝonistro]
διόνιστρο, το [‘ðʝonistro]: το τελάρο για να στραγγίζεται το τυρί.
-
κόφτης, ο [‘koftis]
κόφτης, ο [‘koftis]: το ξύλινο μαχαίρι. [κοπ- (κόβω) -της με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] ].
-
γαλομέτρα, η [γalo’metra]
γαλομέτρα, η [γalo’metra]: κανάτα μέτρησης γάλακτος. [< γάλ(α) -ο- μέτρ(ο) -α].
-
τσαχαγιάς [tsaxa’jas]
τσαχαγιάς [tsaxa’jas]: ο τυροκόμος.
-
σκουλαρικάτη, η [skulari’kati]
σκουλαρικάτη, η [skulari’kati]: προβατίνα με σκουλαρήκια στα αυτιά. [σκουλαρίκ(ι) -άτη].
-
πλατουνούρα, η [platu’nura]
πλατουνούρα, η [platu’nura]: η προβατίνα που έχει πλατιά ουρά. [< πλατ(ύς) + ουρ(α)].
-
τσιούλα, η [‘tsiula]
τσιούλα, η [‘tsiula]: προβατίνα με μικρά αυτιά. Και: https://ilialang.gr/τσούλα-η-tsula/
-
διπλάρα, η [ði’plara]
διπλάρα, η [ði’plara]: προβατίνα που έχει δυο αρνιά. [< διπλ(ός) -αρα].