Ετικέτα: ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
-
σαλμίστρα, η [sal’mistra]
σαλμίστρα, η [sal’mistra]: άχυρο από βρώμη.
-
κοκκινέα, η [koki’nea]
κοκκινέα, η [koki’nea]: κόκκινος βλαστός. [κόκκιν(ο) -έα].
-
αγριοπιδέα, η [aγriopi’ðea]
αγριοπιδέα, η [aγriopi’ðea]: η άγρια αχλαδιά. [μσν. αγριαπιδία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < αγρι(ο)- + απιδία > (α)πιδ(ιά) -έα].
-
αφροκυδωνεά, η [afrokiðone’a]
αφροκυδωνεά, η [afrokiðone’a]: το αφροκύδωνο. [αφρ(ός) -ο- κυδών(ι) -εά].
-
χαραδιά, η [xara’ðʝa]
χαραδιά, η [xara’ðʝa]: η μεταφορά άχυρου με πλέγματα.
-
αξαγιά, η [aksa’ʝa]
αξαγιά, η [aksa’ʝa]: η πληρωμή του εργοστασιάρχη.
-
αγκελωθιά, η [angelo’θca]
αγκελωθιά, η [angelo’θca]: τόπος με πολλά αγκάθια.
-
αγανούλι, το [aγa’nuli]
αγανούλι, το [aγa’nuli]: το μικρό σκληρό μέρος του βλαστού, [αγαν(ός) -ούλι].
-
στρογγυλούλι, το [stroɟi’luli]
στρογγυλούλι, το [stroɟi’luli]: το μικρό κυκλικό χωράφι. [στρογγυλ(ό) -ούλι].
-
τσαμπούρι, το [tsa’mburi]
τσαμπούρι, το [tsa’mburi]: το μικρό τσαμπί του σταφυλιού. [τσαμπ(ί) -ούρι < μσν. τσαμπί < βεν. zambin ‘μικρή γάμπα΄ (π.χ. ζώου) με αποβ. του τελικού [n] ]].
-
χαμούρι, το [xa’muri]
χαμούρι, το [xa’muri]: ο πολτός των ελαίων.
-
μελιγγίτης, ο [meli’ŋgitis]
μελιγγίτης, ο [meli’ŋgitis]: μηνιγγίτιδα. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
μπαχουμάς, ο [baxu’mas]
μπαχουμάς, ο [baxu’mas]: παχουλός άνδρας. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
μπαχτσές, ο [bax’tses]
μπαχτσές, ο [bax’tses]: ο κήπος. [-χτσ-: τουρκ. bahçe -ς (από τα περσ.)· -ξ-: αποβ. του [t] για απλοπ. του συμφ. συμπλ. και ανομ. τρόπου άρθρ. [xs > ks] ]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
μπροστομούνι, το [brosto’muɲi]
μπροστομούνι, το [brosto’muɲi]: η ποδιά που φοράει η νοικοκυρά. [μπροστ(ά) -ο- μουνί]. Όπως και: https://ilialang.gr/μπροστομούνα-η-brostomuna/ Επίσης: https://ilialang.gr/μπροστέλα-η/
-
ντεφεκές, ο [defe’kes]
ντεφεκές, ο [defe’kes]: η άσπρη πέτρα: ‘Πήρε έναν ντεφεκέ και έσουρε να με τρομάξει’. (σήκωσε μια πέτρα και ήρθε προς το μέρος μου για να με τρομάξει). Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
ρεντές, ο [re’des]
ρεντές, ο [re’des]: α. είδος τρίφτη. β. πλάνη. [τουρκ. rende ‘τρίφτης’].
-
τσακουμάκης, ο [tsaku’makis]
τσακουμάκης, ο [tsaku’makis]: ο γρήγορος [τουρκ. çakmak < τσακμάκ(ι) -άκης].
-
φευγάλα, η [fe’vγala]
φευγάλα, η [fe’vγala]: η φυγή: ‘Τον έπιασε μια φευγάλα’. [φεύγ(ω) -άλα]. Και: https://ilialang.gr/φευγούλα-η/
-
αυλακιά, η [avla’ca]
αυλακιά, η [avla’ca]: το μέρος του αγρού που έχει αυλακιές από το ζευγάρι των βοδιών: ‘Μην περνάς την αυλακιά. Το χώμα δε θα κρατήσει’ (Όταν κάποιος πατάει πάνω στο ανάχωμα που έχει δημιουργεί μετά το όργωμα, με κίνδυνο να πέσει το χώμα και πάλι μέσα στο οργωμένο χωράφι). [< αυλάκ(ι) -ιά].