Ετικέτα: ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

  • καπινιά, η [kapi’ɲa]

    καπινιά, η [kapi’ɲa]: η καπνιά. [καπιν(ός) -ιά].

  • καούρα, η [ka’ura]

    καούρα, η [ka’ura]: (μτφ.) η έννοια, η ανησυχία. [κα- (συνοπτ. θ. του καίω) -ούρα].

  • κανίσκι, το [ka’niski]

    κανίσκι, το [ka’niski]: πανέρι που μεταφέρει δώρα για επίσημες εκδηλώσεις, όπως γάμος. [μσν. κανίσκι(ν) < αρχ. κανίσκιον ‘καλαμένιο καλαθάκι΄].

  • καμουτσές, ο [kamu’tses]

    καμουτσές, ο [kamu’tses]: το καμουτσίκι. [καμουτσ(ί) -ίκι· τουρκ. kamç(ι) -ίκι -ες].

  • καλικούτσα, η [kali’kutsa]

    καλικούτσα, η [kali’kutsa]: η μεταφορά, συνήθως, μικρών παιδιών επάνω στον ώμο, με τα πόδια τους να κρέμονται στο στήθος ενώ κρατιέται από τα χέρια. Όπως και: https://ilialang.gr/καλιακούτσα-η-kaʎakutsa/ Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • καλιγοσφύρια, τα [kaliγo’sfirʝa]

    καλιγοσφύρια, τα [kaliγο’sfirʝa]: τα εργαλεία του καλιγωτή. [καλιγ(ώνω) σφυρ(ί) -ια].

  • κακαρέντζα, η [kaka’rentza]

    κακαρέντζα, η [kaka’rentza]: η κοπριά από τα αιγοπρόβατα.

  • καΐλα, η [ka’ila]

    καΐλα, η [ka’ila]: α. καούρα. β. (μτφ.) η στεναχώρια. γ. αίσθημα ζέστης [καη- (καίω) -ίλα με αποβ. του ενός από τα δύο όμ. φων.].

  • κάθικο, το [‘kaθiko]

    κάθικο, το [‘kaθiko]: δοχείο για υγρά.

  • καζάντι, το [ka’zandi]

    καζάντι, το [ka’zandi]: το κέρδος. [καζαντ(ίζω) -ι (αναδρ. σχημ.) <αόρ. kazandιm του τουρκ. kazanmak]. Όπως και: https://ilialang.gr/καζάντια/

  • καδούλι, το [ka’ðuli]

    καδούλι, το [ka’ðuli]: ξύλινος κάδος για την αποθήκευση προϊόντων. [κάδ(ος) -ούλι].

  • καγιανάς, ο [kaja’nas]

    καγιανάς, ο [ka’janas]: πρόχειρο τηγανητό φαγητό από παστό χοιρινό κρέας και αυγά.

  • ίγκλα, η [‘iŋgla]

    ίγκλα, η [‘iŋgla]: ο ιμάντας με τον οποίο δένεται το σαμάρι ή η σέλα στο σώμα του ζώου. ‘Λύθηκε η ίγκλα, γύρισε το σαμάρι’. [μσν. ίγκλα < γίγκλα (αποβ. του αρχικού [j] ανάμεσα σε δύο φων. κατά τη συμπροφ. με το άρθρο: τη γίγκλα, μία γίγκλα) < κίγκλα (αφομ. ηχηρ. προς το ακόλουθο [ŋg] ) […]

  • θρούμπι, το [‘θrumbi]

    θρούμπι, το [‘θrumbi]: α. το θυμάρι. β. το κάψιμο του φυτού: ‘Ο πάγος τα ‘κανε θρούμπι’ (τα έκαψε και τα κατέστρεψε). [αρχ. θύμβρα (προφ. [mb] ) > μσν. θρύμβη (μετάθ. του [r] και μεταπλ. -α > -η) > *θρούμβη ( [i > u] εξαιτίας των χειλ. [mb] ) > νεότ. ουδ. θρούμπι από την ακουστική […]

  • θρεφτάρι, το [θre’ftari]

    θρεφτάρι, το [θre’ftari]: α. το καλοταϊσμένο ζώο το οποίο προορίζεται για σφάξιμο. β. (μτφ.) πολύ χοντρός άνθρωπος: ‘Αμ ετούτος είναι θρεφτάρι!’. [ελνστ. θρεπτάριον με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] ].

  • θηλίκι, το [θi’liki]

    θηλίκι, το [θi’liki]: α. η θηλιά. β. η κουμπότρυπα. [θηλ(ιά) -ίκι].

  • θέλημα, το [‘θelima]

    θέλημα, το [‘θelima]: εξυπηρέτηση: ‘Θα μου κάνεις ένα θέλημα;’. [αρχ. θέλημα]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i,    Όπως και: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • ήρα, η [‘ira]

    ήρα, η [‘ira]: αγριόχορτο. [αρχ. αrρα, αναλ. προς το ψείρα (έντομο του σταριού);]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i Όπως και: https://vouliagmenihleias-gr6.webnode.gr/ξεχασμενεσ-λεξεισ-λιγο-πριν-χαθουν/

  • ζυγιά, η [zi’ja]

    ζυγιά, η [zi’ja]: α. το ζεύγος. β. η δημοτική ορχήστρα. [ζυγ(ός) -ιά]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i Όπως και: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • ζουλάπι, το [zu’lapi]

    ζουλάπι, το [zu’lapi]: α. άγριο ζώο. β. ως κλητική προσφώνηση ή χαρακτηρισμός προσώπου, ο οποίος δείχνει υποτίμηση, περιφρόνηση ο κουτοπόνηρος: ‘Είναι τελείως ζουλάπι αυτός’ [βλάχ. zulap(e) -ι ή αλβ. zullapi]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i