Ετικέτα: ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ

  • χρέπι, το [‘xrepi]

    χρέπι, το [‘xrepi]: α. οτιδήποτε κατεστραμμένο, διαλυμένο. β. (μτφ.) για άνθρωπο ανίκανο και ασθενικό, κυρίως ηλικιωμένο: ‘Πω, πω! Έχει γίνει χρέπι αυτός!’.

  • κεραστής, ο [kera’stis]

    κεραστής, ο [kera’stis]: αυτός που κερνάει, συνήθως κρασί. [κέρασ(α) -τής]. Όπως και: https://ilialang.gr/κερνατζής-κεραστής-ο/

  • κλαμάρω, η [kla’maro]

    κλαμάρω, η [kla’maro]: (ειρων.) η καμαρωτή: ‘Κοίτα την κλαμάρω! Μη και πέσει η μύτη της, δεν σκύβει να την μαζώξει’.

  • μουλαίμικο, το [mu’lemiko]

    μουλαίμικο, το [mu’lemiko]: το ήρεμο υποζύγιο. [ιταλ. mulo ‘μουλάρι, μπάσταρδος΄ -ς· μούλ(ος) -αίμικο]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • μπροστομούνα, η [brosto’muna]

    μπροστομούνα, η [brosto’muna]: η ποδιά που φοράει η νοικοκυρά. [(επιρρ.) μπροστ(ά) -ο- μουν(ί) -α]. Όπως και: https://ilialang.gr/μπροστομούνι-το-brostomuɲi/ Επίσης: https://ilialang.gr/μπροστέλα-η/  

  • γιομίδια, τα [ʝo’miðʝa]

    γιομίδια, τα [ʝo’miðʝa]: άχρηστα κομμάτια ρούχων που χρησιμοποιούνται για γέμισμα (π.χ. μαξιλάρια): ‘Πάρε γιομίδια για το μαξιλάρι να γίνει πιο αφράτο’. [αρχ. γεμίζω ‘φορτώνω΄ < γιομ(ίζω) ίδια]. Και: https://ilialang.gr/γεμίδια-γιομίδια/

  • αριολόι, το [arʝo’loi]

    αριολόι, το [arʝo’loi]: το κόσκινο. Και: https://ilialang.gr/αργιολόϊ-το/ Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf Όπως και: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • αχάραγο, το [a’xaraγo]

    αχάραγο, το [a’xaraγo]: πριν το ξημέρωμα: ‘Έφυγε τ’αχάραγο’. [α + χαρά(ζω) -γο]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • βασταγούρι, το [vasta’γuri]

    βασταγούρι, το [vasta’γuri]: μεγάλο ζώο, κυρίως, γαϊδούρι. (Κανελλακόπουλος). Και: https://ilialang.gr/βασταγούρα-το/ Και: https://ilialang.gr/βασταγό/

  • βοϊδογλειψιά, η [voiðoγli’psça]

    βοϊδογλειψιά, η [voiðoγli’psça]: τούφα μαλλιών που είναι κολλημένη πάνω στο κεφάλι καλύπτοντας το μέτωπο. [βόιδ(ι) -ο- γλείψ(ω) -ιά]. Και: https://ilialang.gr/βοϊδόγλυμα/

  • γιαραμπής, ο [ʝara’mbis]

    γιαραμπής, ο [ʝara’mbis]: ο Θεός [γιαραμπής ‘Aλλάχ’ < τουρκ. ya Rabbi ‘ω Θεέ μου΄ (επίκληση σε προσευχή) (από τα περσ.)]. Και: https://ilialang.gr/γεραμπής-ή-γιαραμπής/ Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • γνάτι, το [‘γnati]

    γνάτι, το [‘γnati]: το πείσμα. [τουρκ. inat -ι]. Και: https://ilialang.gr/ινάτι-το-inati/ Και: https://ilialang.gr/γινάτι-το-jinati/ Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • τεφτέρι, το [te’fteri]

    τεφτέρι, το [te’fteri]: τετράδιο για σημείωση χρεών. [τουρκ. defter ‘τετράδιο’ -ι]. Και: https://ilialang.gr/δεφτέρι-ή-τεφτέρι-το/ Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • δούγα, η [‘ðuγa]

    δούγα, η [‘ðuγa]: κυρτή σανίδα βαρελιού, βαρελοσάνιδο [<βεν. – ιταλ. doga]. Και: https://ilialang.gr/δόγα-δούγα-η/

  • δρόλαπας, ο [‘ðrolapas]

    δρόλαπας, ο [‘ðrolapas]: ραγδαία βροχή με δυνατό άνεμο· ανεμοβρόχι. [μσν.(;) *υδρολαίλαψ, αιτ. -απα & υποκορ. *υδρολαιλάπιον με αποβ. του αρχικού άτ. φων. και απλολ. [lela > la] < αρχ. ὑδρο- + λαῖλαψ = λαίλαπα]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • οξαποδώ, ο [oksapo’ðo]

    οξαποδώ, ο [oksapo’ðo]: ονομασία του διαβόλου, η οποία χαρακτηρίζεται από ευφημιστική και αποτρεπτική διάθεση. [φρ. έξ(ω) από δω, όξ(ω) από δω]. Και: https://ilialang.gr/εξαποδώ-ο-eksapoδo/ Και: https://ilialang.gr/οξαποδός/ Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • ζούμπα, η [‘zumba]

    ζούμπα, η [‘zumba]: η καμπούρα. [τουρκ. zımba < περσική سمبه sumba]. Και: https://ilialang.gr/ζιούμπα-ζούμπα/

  • ζεύλα, η [‘zevla]

    ζεύλα, η [‘zavla]: α. ξύλινο εξάρτημα το οποίο συνδέεται με τον ζυγό και περιβάλλει τον τράχηλο του ζώου. β. δύστροπο ζώο. [λόγ. < αρχ. ζεύγλη, ζεύγλα· μσν. ζεύλα < αρχ. ζεύγλα, με αποβ. του [γ] για απλοπ. του συμφ. συμπλ.]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • ζύγι, το [‘ziγi]

    ζύγι, το [‘ziγi]: το νήμα. [μσν. ζύγι < ζύγιν < ζύγιον < ζυγ(ίζω) -ι (αναδρ. σχημ.)].

  • θημωνιά, η [θimo’ɲa]

    θημωνιά, η [θimo’ɲa]: σωρός από δεμάτια σιτηρών ή χόρτου ο οποίος, χάρη στο κατάλληλο σχήμα του και στη σωστή τοποθέτησή του, μπορεί να διατηρηθεί αρκετό χρονικό διάστημα στο ύπαιθρο, όλος ο σωρός των χερόβολων και δεματιών της καλλιέργειας των σταχιών: ‘Έστεκαν οι θεμωνιές στ’ αλώνι’. [μτγν. ουσ. θημωνιά]. Και: https://ilialang.gr/θεμωνιά-θημωνιά-η-θimona/ Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf