Ετικέτα: ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ

  • δεματικό, το [ðemati’ko]

    δεματικό, το [ðemati’ko]: τα στάχυα που δένουν τα χερόβολα: ‘Λύσε τα δεματικά να τα βάλουμε στην αποθήκη’. [ουδ. επίθ. δεματικόν (σχοινίον, Γλωσσάρ., Du Cange, λ. δεμάτι) <ουσ. δέμα + κατάλ. ικό(ν), ως ουσ]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • γλάρα, η [‘γlara]

    γλάρα, η [‘γlara]: νύστα: ‘Τον έπιασε μια γλάρα!’ [γλαρ(ός) -α]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i Και: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • αφώτιγο, το [a’fotiγo]

    αφώτιγο, το [a’fotiγo]: πολύ πρωί πριν χαράξει: ‘Μη πιάσεις και σηκωθείς τ’αφώτιγο!’. [αφώτιστος με τροπή στ σε γ]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • αφόρεγο, το [a’foreγo]

    αφόρεγο, το [a’foreγo]: για ρούχο που δεν το έχουν φορέσει καθόλου, που δεν το έχουν χρησιμοποιήσει, που δεν είναι φορεμένο· καινούριος: ‘Μην το πετάς, είναι αφόρεγο’. [μσν. αφόρετος με τροπή τ σε γ < ελνστ. ἀφόρητος με τροπή του άτ. [ir > er] (σύγκρ. το μεταπλ. του συνοπτ. θ. αρχ. φορησ- > ελνστ. φορεσ-)]. Και: https://ilialang.gr/αφόρειο-το-aforʝo/ […]

  • ανεβατή, η [aneva’ti]

    ανεβατή, η [aneva’ti]: (μτφ.) η μπομπότα. [μσν. ανεβατός -ή < ελνστ. ἀναβατός ‘εύκολος να τον ανεβείς΄, κατά το αναβάζω > ανεβάζω]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • ανάρτηγο, το [a’nartiγo]

    ανάρτηγο, το [a’nartiγo]: το νηστίσιμο: ‘Το φαγητό είναι ανάρτηγο’. [ανα- + αρχ. ἄρτ(ος) -ηγος]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • αγύριγος, ο [a’ʝiriγos]

    αγύριγος, ο [a’ʝiriγos]: αγύριστος: ‘Να πας στον αγύριγο (διάβολος)’. [α + γυρί(ζω) –γος]. Και: https://ilialang.gr/αγύριστος-ο/ Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf Όπως και: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • αγκαλιαστός, ο [aŋga’ʎastos]

    αγκαλιαστός, ο [aŋga’ʎastos]: το ταγκό, το βάλς. [αγκαλ(ιάζω) -ιαστός]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • απαφημένη, η [apafi’meni]

    απαφημένη, η [apafi’meni]: εγκαταλελειμένη: ‘Είναι απαφημένη η έρμη’. [α(πα)φημένη].

  • άγαρμπος, ο [‘aγarmbos]

    άγαρμπος, ο [‘aγarmbos]: για ό,τι μη λείο. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf Όπως και: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • αχρόνιαγο, το [a’xroɲaγo]

    αχρόνιαγο, το [a’xroɲaγo]: χαρακτηρισμός παιδιού, άμοιρο, κακόμοιρο. [α- χρόν(ος) -ιαγος]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf Όπως και: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • άταρος [‘ataros]

    άταρος, -η, -ο [‘ataros]: α. αδύνατος, ασθενικός. β. (ουσ.) το μαλακό κέλυφος: ‘Άταρο αυγό’ (χωρίς τσόφλι). Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf Όπως και: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • απάγκιο, το [a’panɟo]

    απάγκιο, το [a’panɟo]: προστασία. [απ(ο)- αρχ. ἄγκ(ος) ‘χαράδρα΄ -ιο]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • αμμουδέρα, η [amuꞋðera]

    αμμουδέρα, η [amuꞋðera]: αμμώδες έδαφος. [< αμμουδερ(ός, ή, ό) < αμμούδ(α) -ερός -α].

  • αμελέτητα, τα [ameꞋletita]

    αμελέτητα, τα [ameꞋletita]: οι όρχεις των ανθρώπων και των ζώων. [ < αμελέτητ(ος) -α].

  • αγύριστος, ο [aꞋʝiristos]

    αγύριστος, ο [aꞋʝiristos]: ο διάβολος. [α- γυρ(ίζω) -ιστος]. Και: https://ilialang.gr/αγύριγος/

  • άγουλο, το [Ꞌaγulo]

    άγουλο, το [Ꞌaγulo]: φρούτο που δεν έχει ωριμάσει. [μσν. άγουρος με τροπή του -ρ- σε -λ- < ελνστ. ἄωρος με ανάπτ. μεσοφ. [γ] για αποφυγή της χασμ. και τροπή του άτ. [o > u] από επίδρ. του υπερ. [γ] και του [r], αρχ. σημ.: ‘όχι στην ώρα του’· άγουρ(ος) -ούτσικος]. Συνώνυμο: https://ilialang.gr/άωρος-ο/

  • ποτιστικό, το [potisti’ko]

    ποτιστικό, το [potisti’ko]: το χωράφι που ποτίζεται. [ποτισ- (ποτίζω) -τικό].

  • ξερικό, το [kseri’ko]

    ξερικό, το [kseri’ko]: το χωράφι που δεν υδρεύεται. [ξερ(ός) -ικό].

  • νυχτέρι, το [ni’xteri]

    νυχτέρι, το [ni’xteri]: η νυχτερινή εργασία: ‘Τον έφαγε το νυχτέρι’. [ελνστ. νυκτέριος ‘νυχτερινός’, ουσιαστικοπ. ουδ. νυκτέριον (ενν. ἔργον) με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]].