Ετικέτα: ΟΥΔΕΤΕΡΟ ΓΕΝΟΣ

  • φάλαρα, τα [‘falara]

    φάλαρα, τα [‘falara]: α. μεταλλικά κοσμήματα της περικεφαλαίας. β. στολίδια του μετώπου, του χαλιναριού ή των ηνίων του αλόγου. [λόγ. < αρχ. φάλαρα]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • φακιόλι, το [fa’coli]

    φακιόλι, το [fa’coli]: α. (προφ.) γυναικείο μαντίλι που δένεται στο κεφάλι για να το προστατεύει, κυρίως κατά την εκτέλεση οικιακών εργασιών· β. πετσέτα φαγητού (πρβ. τσεμπέρι). [μσν. φακιόλιν < ελνστ. φακιάλιον < υστλατ. facial(e) ‘κεφαλόδεσμος΄ -ιον < λατ. facies ‘πρόσωπο΄ με επίδρ. του ελνστ. φακιόλιον (ίδ. σημ.) < λατ. fasciol(a) ‘μικρός επίδεσμος΄ -ιον]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • υφάδι, το [i’faði]

    υφάδι, το [i’faði]: το κατά πλάτος και κάθετο στο στημόνι νήμα του υφάσματος που υφαίνεται στον αργαλειό. [μσν. υφάδιον υποκορ. του αρχ. ὑφ(ή) –άδιον]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • τυλιγάδι, το [tili’γaði]

    τυλιγάδι, το [tili’γaði]: ξύλινο όργανο όπου οι υφάντριες τυλίγουν το νήμα σε κουβάρια, καθώς αυτό ξετυλίγεται από το αδράχτι. [μσν. τυλιγάδιον < τυλίγ(ω) -άδιον > -άδι]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • τσουρδέλι, το [tsu’rðeli]

    Τσουρδέλι, το [tsu’rðeli]: έξυπνο κορίτσι.

  • τσουράπι, το [tsu’rapi]

    τσουράπι, το [tsu’rapi]: μάλλινη ανδρική κάλτσα. [τουρκ. çorap -ι ( [o > u] από επίδρ. του [r] )]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • τσοκάνι, το [ʃo’kani]

    τσοκάνι, το [ʃo’kani]: το κουδούνι των προβάτων < [τροκάν(α) υποκορ. -ι]. Και: https://ilialang.gr/τροκάνι-το-trokani/

  • τσούγκανο, το [‘tʃuŋgano]

    τσούγκανο, το [‘tʃuŋgano]: πολύ ξερό ψωμί. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • τσουκάλι, το [tsu’kali]

    τσουκάλι, το [tsu’kali]: χάλκινο στρογγυλό και άβαθο σκεύος: Έβαλε το τσουκάλι στη φωτιά’. [μσν. τσουκάλι, ίσως < ιταλ. zucca ‘κολοκύθα΄ ή σλαβ. *tšukal (πρβ. βουλγ. čukalo ‘γουδί΄)· τσουκάλ(ι) μεγεθ. -α]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • τσιουμπί, το [‘tʃumbi]

    τσιουμπί, το [‘tʃumbi]: α. σκαμνί από κορμό δέντρου. β. ρόζος στο ξύλο. ‘Γέμισε με τσιούμπια’ (γέμισε με ρόζους). Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • τσιάμ τσιριρίμ, το [tʃamtʃiri’rim]

    τσιάμ τσιριρίμ, το [ʃamʃiri’rim]: παιδικό παιχνίδι.

  • τσάρφαλα, τα [‘tʃarfala]

    τσάρφαλα, τα [‘tʃarfala]: τα ξερόκλαδα που χρησιμοποιούνται για προσανάμματα. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • τσέπι, το [‘tʃepi]

    τσέπι, το [‘tʃepi]: το κέρατο.

  • τσάμπουρο, το [‘tsamburo]

    τσάμπουρο, το [‘tsamburo]: ο σκελετός χωρίς τις ρώγες του σταφυλιού. [τσαμπ(ί) -ουρο < μσν. τσαμπί < βεν. zambin ‘μικρή γάμπα΄ (π.χ. ζώου) με αποβ. του τελικού [n] ]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • τρουμπούκι, το [tru’mbuki]

    τρουμπούκι, το [tru’mbuki]: ο άμυαλος.

  • τριβόλια, τα [trivo’ʎa]

    τριβόλια, τα [tri’voʎa]: αγκαθωτό ζιζάνιο· τρίβολος. Φράση: ‘με πιάνουν τα διαόλια μου και τα τριβόλια μου’ (με πιάνουν τα νεύρα μου και βγαίνω εκτός εαυτού). [μσν. τριβό λι(ο)ν υποκορ. του αρχ. τρίβολος].

  • τραμπάκουλο, το [tra’mbakulo]

    τραμπάκουλο, το [tra’mbakulo]: α. (μτφ.) χοντρή γυναίκα που βαδίζει αργά και δύσκολα σαν να κουτσαίνει. β. (μτφ.) στην Φράση: ‘Έπαθα τραμπάκουλο’ (έπαθα πλάκα). γ. μεθυσμένος [βεν. trabacolo ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] και του [l] )]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • τουμπάκι, το [tu’mbaki]

    τουμπάκι, το [tu’mbaki]:  μικρός λόφος. [< τούμπ(α) –άκι].

  • τούμπανο, το [‘tubano]

    τούμπανο, το [‘tubano]: α. Φράση: ‘κάνω κτ. τούμπανο’ (διαδίδω κτ. που θα έπρεπε να μείνει μυστικό). β. (μτφ.) για κτ. που είναι πολύ πρησμένο: ‘Tο κεφάλι του έγινε τούμπανο’ . [αρχ. τύμπανον ( [i > u] από επίδρ. των χειλ. [mb] )]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • τουλούμι, το [tu’lumi]

    τουλούμι, το [tu’lumi]: ασκί που το χρησιμοποιούν κυρίως για να διατηρούν το τυρί φέτα. [τουρκ. tulum -ι]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o