Ετικέτα: ΟΥΔΕΤΕΡΟ ΓΕΝΟΣ
-
κωλοκούρεμα, το [kolo’kurema]
κωλοκούρεμα, το [kolo’kurema]: το κούρεμα των προβάτων στο πίσω μέρος του σώματός τους. [< κωλ(ος) -ο- κούρεμα].
-
καπερόνι, το [kape’roni]
καπερόνι, το [kape’roni]: η χαίτη στις γίδες. [< γαλλ. chaperon -ι].
-
διόνιστρο, το [‘ðʝonistro]
διόνιστρο, το [‘ðʝonistro]: το τελάρο για να στραγγίζεται το τυρί.
-
αρβύλια, τα [a’rviʎa]
αρβύλια, τα [a’rviʎa]: τα παπούτσια του τσοπάνι. [< αρχ. ἀρβύλ(η) -ια].
-
μολαΐμικο, το [mola’imiko]
μολαΐμικο, το [mola’imiko]: το ήρεμο κριάρι.
-
μαρτίνι, το [ma’rtini]
μαρτίνι, το [ma’rtini]: το κριάρι.
-
πράσι, το [‘prasi]
πράσι, το [‘prasi]: ο χώρος των γουρουνιών.
-
ψυχοπαίδι, το [psixo’peði]
ψυχοπαίδι, το [psixo’peði]: το παιδί που υιοθετεί κάποιος ή απλώς το παίρνει για να του προσφέρει γονική προστασία: ‘Tο λυπήθηκαν το ορφανό και το πήραν για ψυχοπαίδι, να ΄χουν κι αυτοί συντροφιά στα γηρατειά τους’. [ψυχ(ή) -ο- + παιδ(ί) -ι].
-
χωρατό, το [xora’to]
χωρατό, το [xora’to]: αστείο, άκακο πείραγμα: ‘Χοντροκομμένο χωρατό μου έκανες’. [χωρατ(εύω) -ό (αναδρ. σχημ.)]..
-
χτένι, το [‘xteni]
χτένι, το [‘xteni]: α. χτένα. β. εξάρτημα του αργαλειού που, καθώς περνάει μέσα από το στημόνι, χωρίζει τις κλωστές και συμπιέζει το υφάδι. γ. το κάτω άκρο του ποδιού εκεί που δένει το κορδόνι. [μσν. χτένι < κτένιν με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] < ελνστ. κτένιον υποκορ. του αρχ. κτείς ὁ].
-
χτικιό το [xti’co]
χτικιό το [xti’co]: φυματίωση. [μσν. κτικιό με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] < κτικ(ιάζω) (δες στο χτικιάζω) -ιό (αναδρ. σχημ.)].
-
χρουμπούλι, το [xru’buli]
Χρουμπούλι, το [xru’buli]: Ο σβόλος του τραχανά < γρόμπος «εξόγκωμα στο δέρμα» < ιταλ groppo «κόμπος» < προβηγκ cropa < αρχ. γερμ. kruppa «σφαιρική μάζα».
-
χούι, το [‘xui]
χούι, το [‘xui]: συνήθεια, ιδιορρυθμία, συνήθ. ενοχλητική για τους άλλους. Φράση: ‘(δεν) ταιριάζουν τα χούγια τους’. [τουρκ. huy].
-
χοντρικό, το [xondri’ko]
χοντρικό, το [xondri’ko]: μεγάλο γιδοπρόβατο [< χοντρ(ός) -ικός· λόγ. επίδρ.]. Και: https://ilialang.gr/χοντρό-το-xodro/ Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
χερικό, το [çeri’ko]
χερικό, το [çeri’ko]: στις εκφράσεις: ‘Mου έκανε χερικό πρωί πρωί στο μαγαζί’ (μου έκανε σεφτέ).’ Έχει καλό / κακό χερικό’ (φέρνει γούρι / γρουσουζιά στη δουλειά που πρωτοαρχίζει). [μσν. χερικόν ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. χερικός < χέρ(ι) -ικός].
-
χειμωνικό, το [çimoni’ko]
χειμωνικό, το [çimoni’ko]: καρπούζι. [μσν. χειμωνικόν < χειμών(ας) -ικόν]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
χάχαλο, το [‘xaxalo]
χάχαλο, το [‘xaxalo]: α. ξυλαράκι: ‘Θα μαζέψω χάχαλα για την φωτιά’. β. (μτφ.) ο πολύ αδύνατος: ‘Είναι μπίτι χάχαλο τρομάρα του!’. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
χαράργια, τα [xa’rarʝa]
xαράργια, τα [xa’rarʝa]: σύστημα με ξύλα και σχοινιά τοποθετημένα με τέτοιον τρόπο ώστε να είναι δυνατή η μεταφορά του άχυρου με τη βοήθεια ζώων.
-
χαρανί, το [xara’ni]
χαρανί, το [xara’ni]: το καζάνι. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
χαμόσπιτο, το [xa’mospito]
χαμόσπιτο, το [xa’mospito]: χαμηλό, μικρό και φτωχικό σπίτι. [χαμο- + σπίτ(ι) -ο]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o