Ετικέτα: ΟΥΔΕΤΕΡΟ ΓΕΝΟΣ
-
χαμούρι, το [xa’muri]
χαμούρι, το [xa’muri]: ο πολτός των ελαίων.
-
μπροστομούνι, το [brosto’muɲi]
μπροστομούνι, το [brosto’muɲi]: η ποδιά που φοράει η νοικοκυρά. [μπροστ(ά) -ο- μουνί]. Όπως και: https://ilialang.gr/μπροστομούνα-η-brostomuna/ Επίσης: https://ilialang.gr/μπροστέλα-η/
-
λιάσιμο, το [‘ʎasimo]
λιάσιμο, το [‘ʎasimo]: το όργωμα του χωραφιού με σκοπό να λιαστεί το χώμα και να ξεραθούν τα ζιζάνια. [λιάσ- (λιάζω) -ιμο].
-
γλινόχωμα, το [γli’noxoma]
γλινόχωμα, το [γli’noxoma]: ο τόπος που κρατά νερό. [γλίν(α) -ο- χώμα].
-
καματεμένο, το [kamate’meno]
καματεμένο, το [kamate’meno]: το χωράφι που έχει οργωθεί. [κάματ(ος) -εμένο].
-
χέρσο, το [‘çerso]
χέρσο, το [‘çerso]: ακαλλιέργητο χωράφι. [αρχ. χέρσ(ος) -ο].
-
ξαγκόνι, το [ksa’goni]
ξαγκόνι, το [ksa’goni]: χωράφι μέσα σε ρεματιά.
-
νησί, το [ni’si]
νησί, το [ni’si]: χωράφι με άσπρο χώμα.
-
λογκαράκο, το [loga’rako]
λογκαράκο, το [lοga’rako]: χωράφι που προήλθε από λόγκο. [λόγκ(ος) -αράκο].
-
κοντακιανό, το [kodaca’no]
κοντακιανό, το [kodaca’no]: χωράφι που βρίσκεται κοντά στο χωριό: ‘Τα χωράφια μας είναι κοντακιανά’ (Βρίσκονται δίπλα στο χωριό).
-
τουρλοκώλι, το [turlo’koli]
τουρλοκώλι, το [turlo’koli]: το στρογγυλό χωράφι. [μσν. τρουλλωτός ‘που έχει τρούλο΄ με μετάθ. του [r] < τρουλλώ(νω) -τός < τουρλ(ωτός) + κώλ(ος) -ι].
-
γωνιακό, το [γonia’ko]
γωνιακό, το [γonia’ko]: χωράφι που βρίσκεται σε γωνία. [γωνιακ(ός) -ό].
-
στρογγυλό, το [strongi’lo]
στρογγυλό, το [strongi’lo]: το κυκλικό χωράφι. [στρογγυλ(ός) -ό].
-
φτερογής, το [ftero’γis]
φτερογής, το [ftero’γis]: χωράφι με χώμα που τρίβεται.
-
κοκκινοχώραφο, το [kokino’xorafo]
κοκκινοχώραφο, το [kokino’xorafo]: το χωράφι με κοκκινωπό χώμα. [< κοκκιν(ος) -ο- χωραφ(ι) -ο]. Και: https://ilialang.gr/κοκκινοπουλιά-η-kokinopuʎa/
-
σταροχώραφο, το [staro’xorafo]
σταροχώραφο, το [staro’xorafo]: χωράφι που παράγει χοντρό σιτάρι. [< σ(ι)τάρ(ι) -ο- χωραφ(ι) -ο].
-
πεζούλι, το [pe’zuli]
πεζούλι, το [pe’zuli]: αναβαθμίδα καλλιεργημένων αγρών. [πεζ(ός) -ούλι].
-
ροβολικό, το [rovoli’ko]
ροβολικό, το [rovoli’ko]: το πλαγερό μέρος. [< ίσως, λατ. revolare ‘επιστρέφω γρήγορα’ ροβολ(άω) -ικό].
-
στανοτόπια, τα [stano’topʝa]
στανοτόπια, τα [stano’topʝa]: χωράφι που νοικιάζεται προκειμένου να βοσκίσουν τα ζώα. [< στάν(η) -ο- τόπ(ος) -ια].
-
κεφαλόμαλλα, τα [kefa’lomala]
κεφαλόμαλλα, τα [kefa’lomala]: τα μαλλιά από τα κεφάλια ζώων. [< κεφαλ(ι) -ο- μαλλ(ι) -α].