Ετικέτα: ΟΥΔΕΤΕΡΟ ΓΕΝΟΣ
-
καπίστρι, το [ka’pistri]
καπίστρι, το [ka’pistri]: η καπιστράνα, το χαλινάρι. [μσν. καπίστρι(ν) < ελνστ. καπίστριον < λατ. capistr(um) -ιον ‘σκοινί για οδήγημα ζώων΄].
-
κανίσκι, το [ka’niski]
κανίσκι, το [ka’niski]: πανέρι που μεταφέρει δώρα για επίσημες εκδηλώσεις, όπως γάμος. [μσν. κανίσκι(ν) < αρχ. κανίσκιον ‘καλαμένιο καλαθάκι΄].
-
καλιγοσφύρια, τα [kaliγo’sfirʝa]
καλιγοσφύρια, τα [kaliγο’sfirʝa]: τα εργαλεία του καλιγωτή. [καλιγ(ώνω) σφυρ(ί) -ια].
-
κάθικο, το [‘kaθiko]
κάθικο, το [‘kaθiko]: δοχείο για υγρά.
-
καζάντι, το [ka’zandi]
καζάντι, το [ka’zandi]: το κέρδος. [καζαντ(ίζω) -ι (αναδρ. σχημ.) <αόρ. kazandιm του τουρκ. kazanmak]. Όπως και: https://ilialang.gr/καζάντια/
-
καδούλι, το [ka’ðuli]
καδούλι, το [ka’ðuli]: ξύλινος κάδος για την αποθήκευση προϊόντων. [κάδ(ος) -ούλι].
-
θρούμπι, το [‘θrumbi]
θρούμπι, το [‘θrumbi]: α. το θυμάρι. β. το κάψιμο του φυτού: ‘Ο πάγος τα ‘κανε θρούμπι’ (τα έκαψε και τα κατέστρεψε). [αρχ. θύμβρα (προφ. [mb] ) > μσν. θρύμβη (μετάθ. του [r] και μεταπλ. -α > -η) > *θρούμβη ( [i > u] εξαιτίας των χειλ. [mb] ) > νεότ. ουδ. θρούμπι από την ακουστική […]
-
θρεφτάρι, το [θre’ftari]
θρεφτάρι, το [θre’ftari]: α. το καλοταϊσμένο ζώο το οποίο προορίζεται για σφάξιμο. β. (μτφ.) πολύ χοντρός άνθρωπος: ‘Αμ ετούτος είναι θρεφτάρι!’. [ελνστ. θρεπτάριον με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] ].
-
θηλίκι, το [θi’liki]
θηλίκι, το [θi’liki]: α. η θηλιά. β. η κουμπότρυπα. [θηλ(ιά) -ίκι].
-
θέλημα, το [‘θelima]
θέλημα, το [‘θelima]: εξυπηρέτηση: ‘Θα μου κάνεις ένα θέλημα;’. [αρχ. θέλημα]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i, Όπως και: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
ζουλάπι, το [zu’lapi]
ζουλάπι, το [zu’lapi]: α. άγριο ζώο. β. ως κλητική προσφώνηση ή χαρακτηρισμός προσώπου, ο οποίος δείχνει υποτίμηση, περιφρόνηση ο κουτοπόνηρος: ‘Είναι τελείως ζουλάπι αυτός’ [βλάχ. zulap(e) -ι ή αλβ. zullapi]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
ζόγκι, το [‘zogi]
ζόγκι, το [‘zogi]: το εξόγκωμα: ‘Έβγαλε ένα ζόγκι στο χέρι’.
-
ζεμπίλι, το [ze’bili]
ζεμπίλι, το [ze’bili]: ψάθινο καλάθι με δυο χέρια. [τουρκ. zempil -ι].
-
ζεμπερέκι, το [zembe’reki]
ζεμπερέκι, το [zembe’reki]: εξωτερικό χερούλι του μηχανισμού της κλειδωνιάς. [τουρκ. zemberek -ι].
-
ζάπι, το [‘zapi]
ζάπι, το [‘zapi]: ευχή για να τελειώσει κτ. [μσν. ζάφτι < ζάπτι με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] < αραβ. dabt -ι ή τουρκ. zapt -ι].
-
δραπέτι, το [ðra’peti]
δραπέτι, το [ðra’peti]: πολύ ξινό ξύδι: ‘Πήρε δραπέτι αντί για ξύδι’.
-
διβόλισμα, το [ði’volizma]
διβόλισμα, το [ði’volizma]: οργώνω για δεύτερη φορά το χωράφι, συνήθως κάθετα από το πρώτο όργωμα. [διβολισ- (διβολίζω) -μα].
-
διάσελο, το [‘ðjaselo]
διάσελο, το [‘ðjaselo]: στενό πέρασμα: ‘Το διάσελο του Μαυρόβουνου’. [< δια + σελ(α) -ο].
-
δαυλί, το [ða’vli]
δαυλί, το [ða’vli]: α. αναμμένο ή μισοκαμένο κομμάτι ξύλου, από αυτά που χρησιμοποιούσαν για θέρμανση ή για μαγείρεμα. β. (μτφ.) μεθάω: ‘Έγινα δαυλί από το κρασί’. [μσν. *δαυλί(ο)ν < υποκορ. του δαυλ(ός) -ί(ο)ν]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
δαμάλι, το [ða’mali]
δαμάλι, το [ða’mali]: νεαρός ταύρος. [μσν. δαμάλιν < ελνστ. δαμάλιον υποκορ. του αρχ. δάμαλις ή του αρχ. δαμάλη]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf