Ετικέτα: ΟΥΔΕΤΕΡΟ ΓΕΝΟΣ

  • πρόσφωλο το [‘prοsfolo]

    πρόσφωλο το [‘prοsfolo]: φώλι, το αυγό δηλαδή που βρίσκεται στη φωλιά με σκοπό να προσελκύσει τις κότες. [προσ- φωλ(ιά) -ο]. Και: https://ilialang.gr/προσφώλι-το-prosfoli/

  • ρουκούτημα, το [ru’kutima]

    ρουκούτημα, το [ru’kutima]: το ρίσκο. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • ρουμάνι, το [ru’mani]

    ρουμάνι, το [ru’mani]: ο λόγγος. [τουρκ. orman -ι με μετάθ. του [r] και τροπή [o > u] από επίδρ. του χειλ. [m] ]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • ρούμπαλο, το [‘rubalo]

    ρούμπαλο, το [‘rubalo]: πετσέτα προσώπου για τον ιδρώτα. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • ρούπωμα, το [‘rupoma]

    ρούπωμα, το [‘rupoma]: η πράξη του τρώω πολύ. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • σερσέγκι [se’rseŋgi]

    σερσέγκι [se’rseŋgi]: μεγάλη μέλισσα με δηλητηριώδες κεντρί [< ίσως, ηχομιμ.]. Και: https://ilialang.gr/σέρσεγκας-ιγκι/

  • σαμάκι, το [sa’maki]

    σαμάκι, το [sa’maki]: το καλάμι. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • σαπιοκούνουπο, το [sapʝo’kunupo]

    σαπιοκούνουπο, το [sapʝo’kunupo]: η σκνίπα. [σάπι(ος) -ο- κουνούπ(ι) -ο]. Και: https://ilialang.gr/σκνίπα-η/ Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • σάψαλο, το [‘sapsalo]

    σάψαλο, το [‘sapsalo]: α. (μτφ.) για άνθρωπο ανήμπορο, ερείπιο. β. το σάπιο. [τουρκ. şapşal ‘κακοντυμένος΄ -ο]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • σκαρτοφόλι, το [skarto’foli]

    σκαρτοφόλι, το [skarto’foli]: το προικοσύμφωνο: ‘Τον έβαλε να υπογράψει το σκαρτοφόλι πριν να δώκει το κορίτσι του’. [ < σκάρτ(ος) -ο- φόλι (άγνωστη ετυμολογία)]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • σκουφούνι, το [sku’funi]

    σκουφούνι, το [sku’funi]: σκούφος: ‘Έβαλε το σκουφούνι του και βγήκε τη βόλτα του’. [σκούφ(ος) -ούνι]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • σνίχι, το [‘sniçi]

    σνίχι, το [‘sniçi]: ο αυχένας. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • σπίγγι, το [‘spigi]

    σπίγγι, το [‘spigi]: το σπουργίτι. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • στάμα, το [‘stama]

    στάμα, το [‘stama]: ο πολτός από τις ελιές. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • στουμπί, το [stu’mbi]

    στουμπί, το [stu’mbi]: πέτρα λεία που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να χτυπήσουμε κπ. [στούμπ(ος) -ί]. Και: https://ilialang.gr/στούμπακας-στουμπί/

  • τύραγνα, τα [‘tiraγna]

    τύραγνα, τα [‘tiraγna]: τα αγαθά  που αποκτήθηκαν με πολύ κόπο. Και: https://ilialang.gr/τούραγνα/

  • τροκάνι, το [tro’kani]

    τροκάνι, το [tro’kani]: το κουδούνι των προβάτων. [τροκάν(α) υποκορ. -ι]. Και: https://ilialang.gr/τσοκάνι-το/ Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • φλέσουρα, τα [‘flesura]

    φλέσουρα, τα [‘flesura]: α. ξερά φύλλα δέντρου. β. άχρηστα: ‘Πήρε όλα τα φλιέσκουρα και τα πέταξε’. Και: https://ilialang.gr/φλέσουρα-τα/

  • χοντρό, το [xo’dro]

    χοντρό, το [xo’dro]: μεγάλο γιδοπρόβατα. [χοντρός]. Και: https://ilialang.gr/χοντρικό-χοντρό/

  • χρέπι, το [‘xrepi]

    χρέπι, το [‘xrepi]: α. οτιδήποτε κατεστραμμένο, διαλυμένο. β. (μτφ.) για άνθρωπο ανίκανο και ασθενικό, κυρίως ηλικιωμένο: ‘Πω, πω! Έχει γίνει χρέπι αυτός!’.