Ετικέτα: ΟΥΔΕΤΕΡΟ ΓΕΝΟΣ

  • πάτερο, το [‘patero]

    πάτερο, το [‘patero]: μεγάλο χοντρό ξύλο που υποβαστάζει την σκεπή κτιρίου. [μσν. πατερόν < πάτ(ος) -ερόν (μετακ. του τόνου;)]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o, Όπως και: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • παραθάρρεια, τα [para’θarʝa]

    παραθάρρεια, τα [para’θarʝa]: το θάρρος που παίρνει κάποιος υπερβαίνοντας τα όρια του επιτρεπτού: ‘Μη και πάρεις παραθάρρεια!’ (μην πάρεις πολύ αέρα). [< παρά + θάρρ(ος) –εια]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • παραγώνι, το [para’γoni]

    παραγώνι, το [para’γoni]: γύρω από το τζάκι: ‘Κάθουμαι με τ’αγγόνια μου στο παραγώνι και τους λέω ιστορίες’. [παρα- γων(ιά) -ι]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • πανωγόμι, το [pano’γomi]

    πανωγόμι, το [pano’γomi]: πρόσθετο φορτίο στο σαμάρι.

  • όρνιο, το [‘orɲo]

    όρνιο, το [‘orɲo]: α. ο γύπας. β. ο βλάκας, ο ηλίθιος. [αρχ. ὄρνεον (με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.) ‘πουλί’, η χρήση της λ. για μεγάλα πουλιά αρχίζει να εξειδικεύεται κατά την ελνστ. εποχή]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • ξερικό, το [kseri’ko]

    ξερικό, το [kseri’ko]: το χωράφι που δεν υδρεύεται. [ξερ(ός) -ικό].

  • ξεβουρτσάλι, το [ksevu’rtsali]

    ξεβουρτσάλι, το [ksevu’rtsali]: το κλύσμα. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • ξάγναντο, το [‘ksaγnando]

    ξάγναντο, το [‘ksaγnando]: ψηλό και περίοπτο μέρος από όπου μπορεί κανείς να αγναντέψει: ‘Βγήκε στο ξάγναντο’. [ξαγναντ(εύω) -ο (αναδρ. σχημ.)].

  • νυχτέρι, το [ni’xteri]

    νυχτέρι, το [ni’xteri]: η νυχτερινή εργασία: ‘Τον έφαγε το νυχτέρι’. [ελνστ. νυκτέριος ‘νυχτερινός’, ουσιαστικοπ. ουδ. νυκτέριον (ενν. ἔργον) με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]].

  • νυφοστόλι, το [nifo’stoli]

    νυφοστόλι, το [nifo’stoli]: το χρονικό διάστημα που γίνεται το στόλισμα της νύφης. [νύφ(η) -ο- στόλ(ισμα) -ι (πρβ. ελνστ. νυμφοστολῶ ‘συνοδεύω τη νύφη΄)]. Βλ. επίσης: http://androni.blogspot.com/2013/06/blog-post.html

  • ντρουμπούκι, το [dru’buki]

    ντρουμπούκι, το [dru’buki]: ο καρπός του καλαμποκιού με το κότσαλο. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • ντριβέλι, το [dri’veli]

    ντριβέλι, το (dri’veli]: α. ζιζάνιο (χωραφιών), σαράκι. β. βάσανο: ‘H σκέψη αυτή του τρυπούσε το κεφάλι σαν ντριβέλι’. [μσν. τριβέλ(λ)ιον < παλ. ιταλ. trivell(o) -ιον > -ι]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • ντουντούκι, το [du’duki]

    ντουντούκι, το [du’duki]: α. ο βλαστός του κρεμμυδιού ή του σφερδουκλιού. β. (μτφ.) ο πρησμένος. [ίσως, τουρκ. düdük -ι].

  • ντερέκι, το [de’reki]

    ντερέκι, το [de’reki]: άνθρωπος πολύ ψηλός και λεπτός: ‘Ήταν ένα ντερέκι ίσαμ΄ εκεί πάνω΄. [τουρκ. direk ‘κολόνα, κατάρτι΄ -ι με τροπή του άτ. [ir > er] ]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • νιτερέσο, το [nite’reso]

    νιτερέσο, το [nite’reso]: συμφέρον: ‘Με συγγενή φάε και πιε και νιτερέσο χώρια’. [ιντ-: παλ. ιταλ. interesso· νιτ-: αντιμετάθ. [in > ni] για διάσπ. του συμφ. συμπλ.]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • νιόγαμπρα, τα [‘ɲoγambra]

    νιόγαμπρα, τα [‘ɲoγambra]: οι νεόνυμφοι. [νέ(ος) -ο- γαμπρ(ός) -α με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. κατά το νιος]. Όπως και: https://ilialang.gr/νιογάμπρια-τα/

  • νέμα, το [‘nema]

    νέμα, το [‘nema]: το νήμα. [νήμα]. Όπως και: https://ilialang.gr/γνέμα-το/

  • μυριστικό, το [miristi’ko]

    μυριστικό, το [miristi’ko]: αναφέρεται σε οποιοδήποτε αρωματικό φυτό (ρίγανη, θρούμπη, μαϊντανός, μάραθος, μακεδονήσι κ.λπ.). [μυρισ- (μυρίζω) -τικό].

  • μπρίσκαλο, το [‘briskalo]

    μπρίσκαλο, το [‘briskalo]: το άγουρο σύκο: ‘Αυτό είναι τελείως μπρίσκαλο’. Και: https://ilialang.gr/πρίσκαλο/

  • μπρισίμι, το [bri’simi]

    μπρισίμι, το [‘brisimi]: μεταξωτή κλωστή. [τουρκ. ibrişim ‘μπρισίμι’ -ι]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o