Ετικέτα: ΟΥΔΕΤΕΡΟ ΓΕΝΟΣ

  • τσακουμάκι, το [tsaku’maki]

    τσακουμάκι,το [tsaku’maki]: α. ο αναπτήρας (με πριόβολο και ίσκα). β. ο πανέξυπνος άνθρωπος. [τουρκ. çakmak -ι]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o, Όπως και: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • τούμπι, το [‘tumbi]

    τούμπι, το [‘tumbi]: εξόγκωμα εδάφους, όγκος. [< τούμπα η ‘λόφος που δημιουργήθηκε από συσσώρευση χωμάτων ή άλλων υλικών’. < μσν. τούμπα αντδ. < υστλατ. tumba `τάφος΄ < αρχ. *τύμβα, τύμβος (προφ. [mb] )]. Και: https://ilialang.gr/τσούμπι-το/ Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o, Όπως και: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • τζάτζαλα, τα [‘dzadzala]

    τζάτζαλα, τα [‘dzadzala]: γενικά τα εργαλεία. [μεσν. τζάντζαλον].

  • τεκνοφέσι, το [tekno’fesi]

    τεκνοφέσι, το [tekno’fesi]: το άσθμα των αλόγων και των μουλαριών. [< τέκν(ο) –ο- +[τουρκ. Fes] –ι]. Βλ. επίσης: http://androni.blogspot.com/2013/06/blog-post.html

  • τεζάχι, το [te’zaçi]

    τεζάχι, το [te’zaçi]: α. χοντρό κούτσουρο για να κόβουμε το κρέας. β. (μτφ.) ξύλο: ‘Θα σου ρίξω ένα τεζάχι!’ [τουρκ. tezgâh -ι < περσική]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • τάσι, το [‘tasi]

    τάσι, το [‘tasi]: το κύπελλο με πλατύ στόμιο που χρησιμοποιούσαν για ποτήρι: ‘Ήπιε απ’το ασημένιο τάσι’. [τουρκ. tas -ι].

  • ταλίμι, το [ta’limi]

    ταλίμι, το [ta’limi]: η επιδεξιότητα. [τσαλίμι με αποβολή του –σ– < τουρκ. çalιm -ι].

  • ταγάρι, το [ta’γari]

    ταγάρι, το [ta’γari]: σακούλι μάλλινο. [μσν. ταγάριον υποκορ. του ελνστ. ταγ(ή) -άριον > -άρι]. Και: https://ilialang.gr/τράστο-το/

  • σφαλάγγι, το [sfa’laɟi]

    σφαλλάγγι, το [sfa’laɟi]: η αράχνη. [μσν. σφαλάγγι < αρχ. φαλάγγιον (ανάπτ. προτακτ. [s] ;)]. Και: https://ilialang.gr/σφάλαγγας-γγι/ Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • σφαλαγγάκι, το [sfala’ŋgaki]

    σφαλαγγάκι, το [sfala’ŋgaki]: α. η μικρή αράχνη. β. (μτφ.) το ζωηρό μωράκι. [μσν. σφαλάγγ(ι ) -ακι < αρχ. φαλάγγιον (ανάπτ. προτακτ. [s] 😉 -άκι].

  • συχαρίκι, το [sixa’riki]

    συχαρίκι, το [sixa’riki]: το φιλοδώρημα σε αναγγελία καλής είδησης. [μσν. συγχαρίκια με αποβ. του [ŋ] πριν από [x] ‘συγχαρητήρια δώρα΄ < συγχαρ- (συγχαίρω) -ίκια, πληθ. του -ίκιον > -ίκι].

  • συγενικό, το [siγe’niko]

    συγενικό, το [siγe’niko]: α. η κρίση, το νευρικό ξέσπασμα. β. το πολύ κρύο. γ. επιληψία [1: αρχ. συγγενικός· 2: λόγ. σημδ. γαλλ. apparenté]. Και: https://ilialang.gr/συγγενικό/ Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • στειλιάρι, το [sti’ʎari]

    στειλιάρι, το [sti’ʎari]: α. ξύλο γεωργικών εργαλείων. β. αγράμματος. γ. αλύγιστος: ‘Κάθεται σαν το στειλιάρι’ (ακίνητος). [μσν. στειλειάριον υποκορ. του ελνστ. στειλει(ός) (αρχ. στειλεός) -άριον (ορθογρ. απλοπ.)].

  • σταχτόβολο, το [sta’xtovolo]

    σταχτόβολο, το [sta’xtovolo]: α. εργαλείο που ανακατεύει τη στάχτη. β. (κατάρα): Άει σταχτόβολο! (άντε στον διάολο). [στάχτ(η) -ο- βολ(ή) -ο].

  • στατέρι, το [sta’teri]

    στατέρι, το [sta’teri]: το καντάρι. [λόγ. < αρχ. στατήρ, -έρι (1: σημδ. γαλλ. statère < λατ. stater (στη νέα σημ.) < αρχ. στατήρ)].

  • στασιό, το [sta’sço]

    στασιό, το [sta’sço]: αυτός που δεν σταματάει καθόλου: ‘Δεν έχει στασιό’.

  • σπόρισμα, το [‘sporizma]

    σπόρισμα, το [‘sporizma]: η διάρροια του ζώου. [σπόρ(ος) -ισμα].

  • σπιθούρι , το [spi’θuri]

    σπιθούρι, το [spi’θuri]: μικρό σπυρί, εξάνθημα στο δέρμα. [ίσως σπίθ(α) -ούρι].

  • σπερνά, τα [spe’rna]

    σπερνά, τα [spe’rna]: τα κόλλυβα. [σπέρν(ω) -ά]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • σκύβαλο, το [‘skivalo]

    σκύβαλο, το [‘skivalo]: σκουπίδια από αλωνισμένους καρπούς. [ελνστ. σκύβαλον ‘βρομιά για πέταμα’].