Ετικέτα: ΟΥΔΕΤΕΡΟ ΓΕΝΟΣ

  • χαγιάτι, το [xa’ʝati]

    χαγιάτι, το [xa’ʝati]: στεγασμένο μπαλκόνι ανοιχτό ή κλειστό με τζαμαρία, που βρίσκεται στην πρόσοψη του σπιτιού και που αποτελεί προέκταση των εσωτερικών χώρων του. [τουρκ. hayat ‘σκεπασμένη αυλή΄ (από τα αραβ.) -ι]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • χαβάνι, το [xa’vani]

    χαβάνι, το [xa’vani]: α. εργαλείο που κόβει τον καπνό. β. το γουδί, μπρούτζινο σκεύος για το τρίψιμο του αλατιού ή πιπεριού. [τουρκ. havan -ι].

  • φωτερά, τα [fote’ra]

    φωτερά, τα [fote’ra]: τα μάτια. [φωτ- (φως) -ερά].

  • φιντάνι, το [fi’dani]

    φιντάνι, το [fi’dani]: α. το βλαστάρι. β. νεαρό πονηρό άτομο: ‘Είναι φιντάνι αυτός! Μην τον εμπιστεύεσαι’. [αντδ. < τουρκ. fidan -ι < αρχ. φυτόν].

  • φουρνόκλεισμα, το [fu’rnoklizma]

    φουρνόκλεισμα, το [fu’rnoklizma]: κλείστρο από λαμαρίνα για ξυλόφουρνο. [φούρν(ος) -ο- κλείσ(κλείνω) -μα]. Βλ. επίσης: http://androni.blogspot.com/2013/06/blog-post.html

  • φκιασίδι, το [fca’siði]

    φκιασίδι, το [fca’siði]: η περιποίηση του σώματος. [< φτιασίδι με αποβ. του [t] για απλοπ. του συμφ. συμπλ. [ftasí- > fasí-] και ανομ. τρόπου άρθρ. [f > fk] ].

  • φελί, το [fe’li]

    φελί, το [fe’li]: μεγάλο κομμάτι από τεμαχισμένο είδος, (φελί πίττας). [μσν. *οφελλίον με αποβ. του αρχικού άτ. φων. από συμπροφ. με το άρθρο και αποφυγή της χασμ. (ορθογρ. απλοπ.) < μσν. οφέλλ(ιον) -ίον < υποκορ. του λατ. of(f)ella· τροπή [e > i] αναλ. προς άλλες λ. με παρόμοια εναλλ.]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • φαρί, το [fa’ri]

    φαρί, το [fa’ri]: το βαρβάτο άλογο. [μσν. φαρίν (από τα αραβ.)].

  • τυφλοπάνι, το [tiflo’pani]

    τυφλοπάνι, το [tiflo’pani]: α. παιδικό παιχνίδι. β. πανί που κλείνουν τα μάτια του επιβήτορα ζώου. [τυφλ(ός) -ο- πανί]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • τσουρούλι, το [tsu’ruli]

    τσουρούλι, το [tsu’ruli]: κομμάτι από ψωμί: ‘Αμ κόψε ένα τσουρούλι ψωμί!’.

  • τσουπί, το [tʃu’pi]

    τσουπί, το [tʃu’pi]: το κορίτσι. [αλβ. tšuprë, tšupa -ί]. Και: https://ilialang.gr/τσούπρα-η/ Και: https://ilialang.gr/τσούπα-η-tʃupa/

  • τσούμπι, το [‘tʃumbi]

    τσούμπι, το [‘tʃumbi]: α. το ύψωμα, το τούμπι. β. το κούτσουρο. γ. φυτό από το οποίο κλάδευαν τελείως όλα του τα φύλλα. Και: https://ilialang.gr/τούμπι-το/ Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • τσορομπίλι, το [tsoro’mbili]

    τσορομπίλι, το [tsoro’mbili]: μικρό παιδάκι ή ζώο. [ίσως, τουρκ. küçük].

  • τσόλι, το [‘tʃoli]

    τσόλι, το [‘tʃoli]: α. φτηνό ή παλιό στρωσίδι: ‘Έριξε κάτω ένα τσόλι και ξάπλωσε’. || (επέκτ.) παλιό ρούχο ή οποιοδήποτε κουρέλι (συνήθως, στον πληθυντικό). β. (μτφ.) άνθρωπος ηθικά και κοινωνικά τιποτένιος: ‘Είναι τσόλι, παλιάνθρωπος μπίτι’. [τουρκ. çul -ι].

  • τσιροπούλι, το [tsiro’puli]

    τσιροπούλι, το [tsiro’puli]: α. το πουλί που δεν έχει αναπτύξει φτερά. β. ο αδύνατος άνθρωπος. γ. το παιδί. [μσν. τσίρος ίσως < ελνστ. κιρρίς < τσίρ(ος) -ο πουλί].

  • τσίγδαλα, τα [‘tsiγðala]

    τσίγδαλα, τα [‘tsiγðala]: τα άγουρα αμύγδαλα: ‘Είναι τελείως τσίγδανα’ (είναι αγίνωτα).

  • τσερλοκοπιό, το [tserloko’pço]

    τσερλοκοπιό, το [tserloko’pço]: η συνεχόμενη διάρροια. [τσιρλ(ώ) -α (αναδρ. σχημ.) < *τσιλώ (ανάπτ. [r] 😉 < ελνστ. τιλῶ ‘έχω διάρροια΄ με ισχυροπ. της άρθρ. [ti > tsi] ]. Και: https://ilialang.gr/τσέρλα-η/

  • τσέγκουρο, το [‘tseŋguro]

    τσέγκουρο, το [‘tseŋguro]: το κοτσάνι του σταφυλιού: ‘Είναι όλο τσέγκουρο’ (όταν το σταφύλι και δεν έχει καρπό).

  • τσαπί, το [tʃa’pi]

    τσαπί, το [tʃa’pi]: είδος τσάπας με μακρόστενο κοπτικό εξάρτημα: ‘Έβαλε το τσαπί στον ώμο και ξεκίνησε για το χωράφι’. [μσν. τσαπίον υποκορ. του τσάπ(α) -ίον]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • τσαλιμάκι, το [tsali’maki]

    τσαλιμάκι, το [tsali’maki]: α. η φιγούρα. β. η πονηριά. [τουρκ. çalim -ακι]. Και: https://ilialang.gr/κορδελλάκια-τα-κορδέλα-η-korδela-1-μακρόστ/