Ετικέτα: ΟΥΔΕΤΕΡΟ ΓΕΝΟΣ
-
γέρμα, το [‘ʝerma]
γέρμα, το [‘ʝerma]: το ηλιοβασίλεμα: ‘Ο ήλιος είναι στο γέρμα του’. β. (μτφ.) τα γηρατειά: ‘Tο γέρμα της ζωής’. [γέρ(νω) -μα]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
γεμίδια, τα [ʝe’miðʝa]
γεμίδια, τα [ʝe’miðʝa]: άχρηστα κομμάτια ρούχων που χρησιμοποιούνται για γέμισμα (π.χ. μαξιλάρια). [αρχ. γεμ(ίζω) ‘φορτώνω΄ -ίδια]. Και: https://ilialang.gr/γιομίδια-τα-ʝomidʝa/ Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
γεμιστό, το [ʝemi’sto]
γεμιστό, το [ʝemi’sto]: γλυκό με φύλλο και καρύδι. [ελνστ. γεμιστός ‘γεμάτος΄ -ο]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
γέμορο, το [‘ʝemoro]
γέμορο, το [‘ʝemoro]: ενοίκιο. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
γεμόφεγο, το [ʝe’mofeγo]
γεμόφεγο, το [ʝe’mofeγo]: πανσέληνος [γεμ(άτο) –ο- φεγ(γάρι) -ο]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
γελέκο, το [ʝe’leko]
γελέκο, το [ʝe’leko]: γιλέκο [τουρκ. yelek -ο· γιλ-: τροπή [e > i] ίσως από λόγ. επίδρ. κατά το γαλλ. gilet].
-
γανώματα, τα [γa’nomata]
γανώματα, τα [γa’nomata]: οικιακά σκεύη μαγειρικής [γανώ(νω) -ματα]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
γαργάρι, το [γa’rγari]
γαργάρι, το [γa’rγari]: ξύλινο κατασκεύασμα για να πιάνει πουλιά. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
γαρδέλι, το [γa’rðeli]
γαρδέλι, το [γa’rðeli]: μικρό ωδικό πτηνό· καρδερίνα. [ιταλ. cardello (αρσ.) ή μέσω του βεν. *gardelo (πρβ. βεν. gardelin [-lín] ), πληθ. cardelli (βεν. *gardeli) που θεωρήθηκε ουδ. εν.]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
γαρδίκι, το [γa’rðiki]
γαρδίκι, το [γa’rðiki]: το σκαλιστήρι. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
γαϊδουράγκαθο, το [γaiðu’raŋgaθo]
γαϊδουράγκαθο, το [γaiðu’raŋgaθo]: γενική ονομασία πολλών φυτών με αγκάθια, που αποτελούν αγαπημένη τροφή των γαϊδάρων. [γαϊδούρ(ι) + αγκάθ(ι) -ο].
-
γαλάρι, το [γa’lari]
γαλάρι, το [γa’lari]: φραγμένος χώρος. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i Και: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
βροδολόϊ, το [vroðo’loi]
βροδολόϊ, το [vroðo’loi]: συνεχόμενες δυνατές βροντές. [βροντ(ή) -ολόι]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
βροδάλι, το [vro’ðali]
βροδάλι, το [vro’ðali]: το μέρος της στέγης που εξέχει. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
βουρλίμι, το [vu’rlimi]
βουρλίμι, το [vu’rlimi]: είδος φυτικού σπάγκου που χρησιμοποιείται για το δέσιμο των εμβολίων στα δέντρα, τα μπόλια.
-
βουνό, το [vu’no]
βουνό, το [vu’no]: (μτφ.) μεγάλη πέτρα. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
βολύμι, το [vo’limi]
βολύμι, το [vo’limi]: το μολύβι. (Κανελλακόπουλος).
-
βούκιθρο, το [‘vukiθro]
βούκιθρο, το [‘vukiθro]: θάμνος που βγάζει μικρά ροζ μπουμπουκάκια.
-
βοϊδοτσάρουχο, το [voiðo’tsaruxo]
βοϊδοτσάρουχο, το [voiðo’tsaruxo]: υπόδημα από δέρμα βοδιού. [βό(ι)δ(ι) –ο- τσαρούχ(ι) -ο]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
βοϊδόγλειμα, το [voi’ðoγlima]
βοϊδόγλειμα, το [voi’ðoγlima]: (μτφ.) τούφα μαλλιών που είναι κολλημένη πάνω στο κεφάλι καλύπτοντας το μέτωπο. [βόιδ(ι) -ο- γλεί(φω) -μα]. Και: https://ilialang.gr/βοϊδογλειψιά-η-voidoγlipsca/