Ετικέτα: ΟΥΔΕΤΕΡΟ ΓΕΝΟΣ

  • διφόρια, τα [ðiforʝa]

    διφόρια, τα [ði’forʝa]: δέντρα που καρποφορούν δύο φορές το χρόνο [αρχ. επίθ. δίφορος]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • δίπλατα, τα [‘ðiplata]

    δίπλατα, τα [‘ðiplata]: ωμοπλάτη, πλευρά. [δι + πλάτ(η) -α]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • δικριάνι, το [ði’krʝani]

    δικριάνι, το [ði’krʝani]: διχαλωτό γεωργικό εργαλείο, κατάλληλο για το λίχνισμα των σιτηρών. ΦΡ περνώ από τα καυδιανά* δίκρανα. [μσν. δικράνιν υποκορ. του δίκραν(ον) -ι(ο)ν· ελνστ. δίκρανον (αρχ. δίκρανος ‘δικέφαλος΄)]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • δίμιτο, το [‘ðimito]

    δίμιτο, το [‘ðimito]: με διπλό μιτάρι. [<δι + ουσ. μίτος. Η λ. στον Ησύχ. (LBG), σε σχόλ. και Γλωσσάρ. (DGE) και σήμ. ιδιωμ.]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • διπλάρι, το [ði’plari]

    διπλάρι, το [ði’plari]: τα δίδυμα ζώα. [διπλ(ός) -άρι]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • διάλεμα, το [‘ðjalema]

    διάλεμα, το [‘ðjalema]: το ξεχώρισμα [μσν. διάλεγμα < διαλεκ- (διαλέγω) -μα με αφομ. ηχηρ. [km > γm] ].

  • δεφτέρι, το [ðe’fteri]

    δεφτέρι, το [ðe’fteri]: τετράδιο για σημείωση χρεών. [τουρκ. defter ‘τετράδιο’ -ι]. Και: https://ilialang.gr/τεφτέρι-το-tefteri/ Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • διάβα, το [‘ðjava]

    διάβα, το [‘ðjava]: το πέρασμα [μσν. διάβα(ν) ουσιαστικοπ. προστ. του ρ. διαβαίνω]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • δείλι, το [‘ðili]

    δείλι, το [‘ðili]: το δειλινό. [αρχ. δείλη ἡ μεταπλ. σε ουδ. κατά τη λ. βράδυ από σύμπτωση της προφοράς των η και ι].

  • δεματικό, το [ðemati’ko]

    δεματικό, το [ðemati’ko]: τα στάχυα που δένουν τα χερόβολα: ‘Λύσε τα δεματικά να τα βάλουμε στην αποθήκη’. [ουδ. επίθ. δεματικόν (σχοινίον, Γλωσσάρ., Du Cange, λ. δεμάτι) <ουσ. δέμα + κατάλ. ικό(ν), ως ουσ]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • δέντρο, το [‘ðendro]

    δέντρο, το [‘ðendro]: η βελανιδιά. [μσν. δέντρο(ν) < αρχ. δένδρον]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • δασκαλίκι, το [ðaska’liki]

    δασκαλίκι, το [ðaska’liki]: η ενασχόληση με τη διδασκαλία, το επάγγελμα του δασκάλου: ‘Tο δασκαλίκι δεν του πάει’ (η προσπάθεια κπ να παραστήσει τον ειδικό σε κάποιο θέμα). [δάσκαλ(ος) -ίκι].

  • γροθάρι το [γro’θari]

    γροθάρι, το [γro’θari]: η μικρή ελιά: ‘κλάδευε τα γροθάρια’. [γρόνθ(ος) –άρι]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • γυφτόπιασμα, το [ʝi’ftopçazma]

    γυφτόπιασμα, το [ʝi’ftopçazma]: (μτφ.) ο βρομιάρης, ο παλιάνθρωπος. [γύφτ (ος) -ο + πιάνω -σμα]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • γουρνοτσάρουχο, το [γurno’tsaruxo]

    γουρνοτσάρουχο, το [γurno’tsaruxo]: παπούτσι από δέρμα γουρουνιού. [γουρ(ου)ν(ι) -ο- τσαρούχ(ι) -ο]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • γρέκι, το [‘γreki]

    γρέκι, το [‘γreki]: το σπίτι του τσοπάνη: ‘Μαζώχτηκε κι επήγε στο γρέκι του’. [< τουρκ. eğrek ‘αυλάκι’ -ι].

  • γρέντζο, το [‘γrendzo]

    γρέντζο, το [‘γrendzo]: τραχιά επιφάνεια. [ιταλ grerri (πιθ metallic), πληθ του επιθ greggio ‘ακατέργαστος’ (για υλικό με ανώμαλη επιφάνεια, προτού υποστεί κατεργασία)].

  • γουρμπούλι, το [γu’rbuli]

    γουρμπούλι, το [γu’rbuli]: στρογγυλός συμπαγής όγκος. [γρόμπ(ος) -ούλι < ιταλ. groppo ‘κόμπος’]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • γούλια, τα [‘γuʎa]

    γούλια, τα [‘γuʎa]: τα ούλα. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • γουλίνι, τo [γu’lini]

    γουλίνι, τo [γu’lini]: σαλιάρα. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf