Ετικέτα: ΟΥΔΕΤΕΡΟ ΓΕΝΟΣ

  • μπραχάλια, τα [mbra’xaʎa]

    μπραχάλια, τα [mbra’xaʎa]: κλαδιά δέντρου πάνω στα οποία κρεμάμε διάφορα αντικείμενα. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • νεροσκλιό, το [nero’skʎo]

    νεροσκλιό, το [nero’skʎo]: χιονόνερο: ‘Όξω ρίνει νεροσκλιό’.

  • ντιλάρι, το [di’lari]

    ντιλάρι, το [di’lari]: ψηλός και δυνατός: ‘Αυτός είναι το ντιλάρ του χωριού μας’. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • μπατάκι, το [ba’taki]

    μπατάκι, το [ba’taki]: το έλος, η λάσπη: ‘Ούλος ο δρόμος ίσα κα γιόμισε μπατάκια’. [τουρκ. batâk -ι].

  • παΐδι, το [pa’iði]

    παΐδι, το [pa’iði]: το πλευρό: ‘Με χτύπησε στα παΐδια, ο άτιμος’. [ελνστ. παγίδιον υποκορ. του *παγίς < θ. παγ- ‘στερεώνω΄ (πρβ. πάγος, παγίδα < ελνστ. παγίς ‘κτ. που συγκρατεί σταθερά΄) και αποβ. του μεσοφ. [j] ]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • παραγκώνι, το [para’ngoni]

    παραγκώνι, το [para’ngoni]: μεγάλη πέτρα πελεκημένη, παραλληλόγραμμη, που μπαίνει συνήθ. στις γωνίες των οικοδομών και κατασκευάζονται για να προστεθούν στην αρχική κατασκευή. [παρά- + μσν. αγκωνάριν < αρχ. ἀγκων- (δες αγκώνας) στη σημ.: ‘γωνία τοίχου΄ -άριν].

  • μπίγουλη, το [‘biγuli]

    μπίγουλη, το [‘biγuli]: ο φιδές. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • πιτσούνια, τα [pi’tsuɲa]

    πιτσούνια, τα [pi’tsuɲa]: τα μικρά περιστέρια. [ιταλ. piccion(e) ‘περιστέρι (σαν φαγώσιμο)΄ -ι ( [o > u] από κλειστή προφ. του [o] στα ιταλ. ή από επίδρ. του [n] ) ή ιταλ. διαλεκτ. (νότ. διάλ.) pic(c)iuni, αρσ. πληθ. που θεωρήθηκε ουδ. εν.]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • φρόκαλο, το [‘frokalo]

    φρόκαλο, το [‘frokalo]: σκουπίδι. [μσν. ρ. φροκαλ(ώ) ‘σκουπίζω΄ -ο (αναδρ. σχημ.) < φροκάλ(ι) -ώ < φλοκάλι (ανομ. υγρών [l-l > r-l] ) < μσν. φιλοκάλιον ‘σκούπα΄ (συγκ. του άτ. [i] ) < αρχ. φιλόκαλ(ος) ‘που του αρέσει η ομορφιά΄ -ιον (πρβ. ρ. φιλοκαλῶ ‘αγαπώ την ομορφιά΄, ελνστ. σημ.: ‘εξωραΐζω΄, μσν. σημ.: ‘βάζω σε τάξη΄)]. Και: https://ilialang.gr/σαρίδι-το/

  • σκρούμπο, το [‘skrumbo]

    σκρούμπο, το [‘skrumbo]: σκόνη από καμένο μάλλινο ύφασμα το οποίο το χρησιμοποιούσαν για τα βρέφη. (βλ. Έθιμα).

  • μποβίτι, το [bo’viti]

    μποβίτι, το [bo’viti]: μάλλινο σκοινί ή απλό σκοινί.

  • λόιδο, το [‘loiðo]

    λόιδο, το [‘loiðo]: τούφα από μαλλιά που πέφτει στο μέτωπο. [αρχ. λό(φος) –ιδ(ι) -ο]. Και: https://ilialang.gr/λόϊδο-λοίδι/ Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • μπερχάντι, το [be’rxandi]

    μπερχάντι, το [be’rxandi]: ο ξυλοδαρμός.

  • μπατίνι, το [ba’tini]

    μπατίνι, το [ba’tini]: το ξύλο. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • μπαλατσούκι, το [bala’tsuki]

    μπαλατσούκι, το [bala’tsuki]: το μικρό σαλιγκαράκι. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • μούχρωμα, το [‘muxroma]

    μούχρωμα, το [‘muxroma]: το δειλινό.

  • μουτούπι, το [mu’tupi]

    μουτούπι, το [mu’tupi]: το χαμηλό κτήριο. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • μουσγό, το [mu’sγo]

    μουσγό, το [mu’sγo]: το βρεγμένο χώμα: ‘Μην πατάς εκεί. Είναι ακόμα μούσγο το χώμα.’

  • μερμέλημα, το [me’rmelima]

    μερμέλημα, το [me’rmelima]: το μούδιασμα των κάτω άκρων. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • μακινάρισμα, το [maki’narizma]

    μακινάρισμα, το [maki’narizma]: το καθάρισμα της σταφίδας από ακαθαρσίες. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf