Ετικέτα: ΟΥΔΕΤΕΡΟ ΓΕΝΟΣ

  • μπουρδούκλωμα, το [bu’rðukloma]

    μπουρδούκλωμα, το [bu’rðukloma]: η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μπουρδουκλώνω. [μπουρδουκλώ(νω) -μα].

  • μποστάνι, το [bo’stani]

    μποστάνι, το [bo’stani]: το περιβόλι. [τουρκ. bostan (από τα περσ.) -ι].

  • μποτσίκι, το [bi’tʃiki]

    μποτσίκι, το [bo’tʃiki]: το άγριο κρεμμύδι. [σλαβ. bocik(a) -ι].

  • μπουγιουρντί, το [buʝu’rdi]

    μπουγιουρντί, το [buʝu’rdi]: επίσημο έγγραφο, ιδίως διαταγή, συνήθ. με δυσάρεστο περιεχόμενο: ‘Mου ΄ρθε το μουγιουρντί να πληρώσω’. [τουρκ. buyurd-ι γ’ εν. του ρ. buyur ‘διατάζω΄ (πρβ. μσν. μπουγιουρουλντί < τουρκ. buyrultu ‘επίσημη γραπτή διαταγή΄)].

  • μπιχλιμπίδι, το [bixli’biði]

    μπιχλιμπίδι, το [bixli’biði]: α. διακοσμητικά μικροκατασκευάσματα. β. (στον πληθυντικό) γεννητικά όργανα. [μπιχλιμπίδι < ίσως αναδιπλ. τύπος του αραβ. bihl ‘ασήμαντη ποσότητα, ψιλοπράγματα’].

  • μπιζ, το [‘biz]

    μπιζ, το [‘biz]: (άκλ.) ομαδικό παιχνίδι, στο οποίο κάποιος χωρίς να βλέπει πρέπει να μαντέψει ποιος από τους άλλους τον χτύπησε, καθώς και το σχετικό επιφώνημα. [ηχομιμ.].

  • μπίζια, τα [‘bizʝa]

    μπίζια, τα [‘bizʝa]: ο αρακάς. [μπιζέλι < ιταλ. piselli, πληθ. του pisello που θεωρήθηκε ουδ. εν. (ηχηροπ. του αρχικού [p > b] αναλ. προς αρσ. και θηλ. με παρόμοια εναλλ.: πιστόλα – μπιστόλα)].

  • μπερντάχι, το [ber’daçi]

    μπερντάχι, το [ber’daçi]: α. ο ξυλοδαρμός: ‘Θα του ρίξω ένα μπερντάχι’. β. το κόντρα ξύρισμα. [τουρκ. perdah ‘γυάλισμα, ανάποδο ξύρισμα΄ -ι (ηχηροπ. του αρχικού [p > b] αναλ. προς αρσ. και θηλ. με παρόμοια εναλλ.: πιστόλα – μπιστόλα)· παρετυμ. -άκι]. Πηγή: http://androni.blogspot.com/2013/06/blog-post.html

  • μπερσίμι, το [be’rsimi]

    μπερσίμι, το [be’rsimi]: η στριμμένη μεταξωτή κλωστή. [τούρκ. ibrisim -ι]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • μπενεβρέκι, το [bene’vreki]

    μπενεβρέκι, το [bene’vreki]: κοντό παντελόνι που φορούσαν οι τσοπάνηδες το οποίο έμοιαζε με βράκα: ‘Έβαλε το μπενεβρέκι του και πήγε στα πρόβατα’. [τουρκ. benevrek ‘βράκα’]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • μπασγούνι, το [ba’sγuni]

    μπασγούνι, το [ba’sγuni]: καρβέλι ξεροψημένου ψωμιού. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • μπίρι μπίρι, το [‘biri ‘biri]

    μπίρι μπίρι [‘biri ‘biri]: η λογοδιάρροια, μουρμούρα: ‘Μας έπιασε το μπίρι μπίρι και στασό δεν είχαμε’ (μας έπιασε την λογοδιάρροια και δεν καθόμασταν κιόλας).

  • μπακράτσι, το [ba’kratsi]

    μπακράτσι, το [ba’kratsi]: χάλκινο σκεύος, δοχείο. [τουρκ. bakraç ‘ χάλκινο  δοχείο’ -ι]. Όπως και: https://ilialang.gr/μπακράτσια-η/ Βλ. επίσης: http://androni.blogspot.com/2013/06/blog-post.html

  • μπακίρια, τα [ba’kirʝa]

    μπακίρια, τα [ba’kirʝa]: σκεύη μαγειρικά από χαλκό. [τουρκ. bakιr -ι].

  • μούσκλια, τα [‘muskʎa]

    μούσκλια, τα [‘muskʎa]: τα βρύα, οι πρασινάδες στα λιμνάζοντα νερά. [μσν. μούσκλιον < λατ. muscus με βάση το υποκορ. *musc(u)lum(;)· μούσκλ(ι) μεταπλ. -ο].

  • μούκουλο, το [‘mukulo]

    μούκουλο, το [‘mukulo]: το προγούλι: ‘Έχει κάν’ ένα  μούκουλο έγινε σα μουσχάρι’.

  • μόμολο, το [‘momolo]

    μόμολο, το [‘momolo]: ειρωνικός χαρακτηρισμός για μικρό παιδί, για γέρο ή γενικά για άνθρωπο ανίκανο να αντιμετωπίσει μια κατάσταση. [ιταλ. mommolo ‘μαλακό τηγανητό γλυκό από ρύζι΄]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • μοίρινα, τα [‘mirina]

    μοίρινα, τα [‘mirina]: γραμμένα της μοίρας: ‘Τι τα θες! Όλα είναι μοίρινα γραμμένα’. [μοίρ(α) -ινα]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • μισοχώρι, το [miso’xori]

    μισοχώρι, το [miso’xori]: εσωτερικός τοίχος σπιτιού. [μισ(ός) -ο- χώρ(ος) –ι]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • μιντέρι, το [min’deri]

    μιντέρι, το [min’deri]: είδος χαμηλού ανατολίτικου καναπέ: ‘Κάθουνταν καθισμένοι ανακούρκουδα στα μιντέρια’. [τουρκ. minder (από τα αραβ.) -ι ‘ανάκλιντρο, μιντέρι’].