Ετικέτα: ΟΥΔΕΤΕΡΟ ΓΕΝΟΣ

  • ξόβεργα, η [‘ksoverγa]

    ξόβεργα, η [‘ksoverγa]: μικρό κλαδί ή βέργα αλειμμένη με ιξό ή με άλλη κολλητική ουσία, που χρησιμοποιείται ως παγίδα για μικρά συνήθ. ωδικά πουλιά: Στήνανε ξόβεργες και πιάνανε καρδερίνες. Πιάστηκε / σπαρταρούσε σαν το πουλί στις ξόβεργες. [μσν. *ιξόβεργα (πρβ. μσν. ξόβεργον) (αποβ. του αρχικού άτ. φων. από συμπροφ. με το άρθρο και ανασυλλ. [i-ikso […]

  • ξυστρί, το [ksi’stri]

    ξυστρί, το [ksi’stri]: εργαλείο με το οποίο ξύνουν το τρίχωμα των ζώων, κυρίως των αλόγων, για να το καθαρίσουν από τη σκόνη, τον ιδρώτα, τα παράσιτα κτλ. [ελνστ. ξυστρίον (υποκορ. του αρχ. ξύστρον)]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o  

  • ξεσπινιστά, τα [ksespini’sta]

    ξεσπινιστά, τα [ksespini’sta]: φασολάκια χωρίς τον φλοιό τους.

  • ξεροφάϊ, το [ksero’fai]

    ξεροφάϊ, το [ksero’fai]: ξηρά τροφή. [< ξερ(ός) + φαί με αποβ. του μεσοφ. [j]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • ξεπεταρούδι, το [ksepeta’ruði]

    ξεπεταρούδι, το [ksepeta’ruði]: α. πουλάκι που μόλις αρχίζει να πετά. β. (μτφ.) παιδί που αρχίζει να μεγαλώνει, που δεν είναι πια νήπιο. [ξεπετ(ώ) -αρούδι]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • ξεκλωνισμένα, τα [ksekloni’zmena]

    ξεκλωνισμένα, τα [ksekloni’zmena]: κλαδιά που έσπασαν από αέρα ή τράβηγμα. [ξε- κλων(άρι) –ισμένα]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • ξάγι, το [‘ksaγi]

    ξάγι, το [‘ksaγi]: το ποσοστό που θα πάρει ο μυλωνάς από το προϊόν που θα αλέσει. [λατ. λ. exagium ‘ζυγός’]. Όπως και: https://ilialang.gr/ξάι-το-ksai/ Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • ξακρίδι, το [ksa’kriði]

    ξακρίδι, το [ksa’kriði]: υπόλειμμα χωραφιού: ‘Μου έμεινε ακάμωτο ένα ξακρίδι’. [ξακρίζω (υποχωρητ), πβ κ σκουπ-ίζω – σκουπ-ίδι]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • ντράβαλα, τα [‘dravala]

    ντράβαλα, τα [‘dravala]: μπελάδες, τραβήγματα: ‘Έχω ντράβαλα με την αστυνομία’. [παλ. ιταλ. travaglia ‘κουραστική δουλειά΄ (θηλ. εν. που θεωρήθηκε ουδ. πληθ.) < ρ. travagliare < γαλλ. travailler ‘δουλεύω΄, αρχικά: ‘βασανίζω΄ (σύγκρ. δουλειά, δουλεύω) (ηχηροπ. [t > d] αναλ. προς αρσ. και θηλ. με παρόμοια εναλλ.: τομάτα – ντομάτα) (μετακ. τόνου;)].  

  • ντρίλι, το [‘drili]

    ντρίλι, το [‘drili]: είδος φτηνού βαμβακερού υφάσματος που το χρησιμοποιούσαν κυρίως για να φτιάχνουν παντελόνια. [αγγλ. drill -ι].

  • ντρούδα, τα [‘druða]

    ντρούδα, τα [‘druða]: τα ψίχουλα ψωμιού. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • ντούνια, τα [‘duɲa]

    ντούνια, τα [‘duɲa]: τα νιάτα: ‘Είναι στα ντούνια του’. [τουρκ düzen ‘τάξη, αρμονία’].

  • νταραβέρι, το [dara’veri]

    νταραβέρι, το [dara’veri]: α. οι σχέσεις στον εμπορικό, κοινωνικό ή ερωτικό τομέα, συνήθ. μειωτικά: ‘Δε θέλω να ΄χω νταραβέρια μ΄αυτόν’. β. φασαρία, αναστάτωση: ‘Mεγάλο νταραβέρι γίνεται εκεί πέρα’. γ. τα γεννητικά όργανα. [ιταλ. dar(e) aver(e) -ι από επιγραφές στα λογιστικά βιβλία: “το δώσει – το έχει”, `δούναι – λαβείν΄· ανομ. υγρών συμφ. [r-r > l-r] ].

  • ντέρτι, το [‘derti]

    ντέρτι, το [‘derti]: στενοχώρια, καημός συνήθ. ερωτικός: ‘Έχει ντέρτια και σεβντά’. [τουρκ. dert (από τα περσ.) -ι].

  • νιογάμπρια, τα [ɲο’γambria]

    νιογάμπρια, τα [ɲo’γambria]: το νιόπαντρο ζευγάρι. [μσν. νεόγαμπρος < νέ(ος) -ο- + γαμπρ(ός) -ος με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. κατά το νιος]. Όπως και: https://ilialang.gr/νιόγαμπρα-τα/ Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • νεροπούλι, το [nero’puli]

    νεροπούλι, το [nero’puli]: είδος υδρόβιου πουλιού. [νερο- + πουλ(ί) -ι].

  • νεροσφαγδάκλι, το [nerosfa’rðakli]

    νεροσφαγδάκλι, το [nerosfa’rðakli]: αυτός που πίνει πολύ νερό . [νερ(ό) –ο- + σφαρδάκλι (άγνωστης προέλευσης)].

  • μυλαύλακο, το [mi’lavlako]

    μυλαύλακο, το [mi’lavlako]: αυλάκι που οδηγεί το νερό στο μύλο. [μύ(λος) αυλάκ(ι) –ο].

  • μπουρμπούτσελο, το [bur’butselo]

    μπουρμπούτσελο, το [bur’butselo]: το άγουρο κορόμηλο.

  • μπουμπουγέρια, τα [bubu’γerʝa]

    μπουμπουγέρια, τα [babu’γerʝa]: τα μαμούνια: ‘Το φαί είναι γεμάτο μπουμπουγέρια’.