Ετικέτα: ΟΥΔΕΤΕΡΟ ΓΕΝΟΣ
-
ρουπάκι, το [ru’paki]
ρουπάκι, το [ru’paki]: ονομασία ειδών δρυός. [μσν. ή ελνστ. ῥωπάκιον υποκορ. ελνστ. ῥῶπαξ (αρχ. ῥώψ) ‘πυκνός θάμνος΄ ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [p] )].
-
ριζάφτι, το [ri’zafti]
ριζάφτι, το [ri’zafti]: η ρίζα του αφτιού. [< ρίζα + αφτί]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
ροδάμι, το [ro’ðami]
ροδάμι, το [ro’ðami]: βλαστάρι πουρναριών. [ροδάμνιον, υποκορ. της μεταγν. ελλ. λ. ρόδαμνος (αρχ. ελλ. λ. ορόδαμνος*)]. Απόσπασμα από δημοτικό τραγούδι “… μόν` καρτερώ την άνοιξη, τ` όμορφο καλοκαίρι, να μπουμπουκιάσει το κλαρί ν`ανοίξει το ροδάμι”. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
ρετάλι, το [re’tali]
ρετάλι, το [re’tali]: α.το τελευταίο υπόλοιπο από ολόκληρο τόπι υφάσματος, που είναι λιγότερο από όσο χρειάζεται κανονικά για τη ραφή ενδύματος: ‘Aγόρασε ένα ρετάλι στη μισή τιμή’. β. (μειωτ.) για πρόσωπο εντελώς ανάξιο λόγου και ασήμαντο ή καχεκτικό και αδύναμο. [ιταλ. αρσ. ritaglio (ή διαλεκτ. *retaglio), πληθ. ritagli, που θεωρήθηκε ουδ. εν.]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
ραμολιμέντο, το [ramoli’mento]
ραμολιμέντο, το [ramoli’mento]: (μειωτ.) χαρακτηρισμός για ηλικιωμένο πρόσωπο που έχει χάσει το μυαλό του, τα λογικά του. [λόγ. < ιταλ. rammollimento ‘μαλάκυνση των οργάνων΄ με ταύτιση της σημ. προς το ραμολί]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
ρέντι, το [‘redi]
ρέντι, το [‘redi]: το ράντισμα. Και: https://ilialang.gr/ρέντος-ο-redos/
-
πρίσκαλο, το [‘priskalo]
πρίσκαλο, το [‘priskalo]: το άγουρο σύκο. Και: https://ilialang.gr/μπρίσκαλο-το/ Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
προσφώλι, το [pro’sfoli]
προσφώλι, το [pro’sfoli]: φώλι, το αυγό δηλαδή που βρίσκεται στη φωλιά με σκοπό να προσελκύσει τις κότες. [προσ- φωλ(ιά) -ι]. Και: https://ilialang.gr/πρόσφωλο-το-prοsfolo/
-
πιράφι, το [pi’rafi]
πιράφι, το [pi’rafi]: η σφήνα με την οποία κλείνουν την τρύπα στο βαγένι. [πίρ(ος) -άφι]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
πράματα, τα [‘pramata]
πράματα, τα [‘pramata]: τα γιδοπρόβατα [λόγ. < αρχ. πρᾶγμα· ελνστ. ή μσν. πρᾶμα < αρχ. πρᾶγμα με αφομ. [γm > mm] και απλοπ. του διπλού συμφ. [mm > m] ].
-
πριακόνι, το [pria’koni]
πριακόνι, το [pria’koni]: ξυλουργικό εργαλείο για λείανση επιφάνειας [ελνστ. πριόνιον, υποκορ. του αρχ. πρίων + – ακόνι]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
πριόβολος, ο [‘priovolos]
πριόβολος, ο [‘priovolos]: ατσάλινο αντικείμενο, εξάρτημα του τσακμακιού, με το οποίο χτυπούσαν τις τσακμακόπετρες για να βγάλουν σπίθες. [*πυρόβολος με μετάθ. του [r] < αρχ. πυροβόλος ‘που ρίχνει φωτιά΄ (για αναμμένα βέλη) με μετακ. τόνου κατά τα άλλα σύνθ.· μεταπλ. σε ουδ. με βάση την αιτ.]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
πούσια, τα [‘pusca]
πούσια, τα [‘pusca]: στρώμα από ξερές βελόνες πεύκων. [τουρκ. pus -ια]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
πουλάρι, το [pu’lari]
πουλάρι, το [pu’lari]: το μικρό αλογάκι, γαϊδουράκι, μουλάρι. [μσν. πουλάρι(ν) < πωλάρι(ν) ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [p] και του [l] ) < αρχ. πωλάριον υποκορ. του πῶλος]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
πολυρίζι, το [poli’rizi]
πολυρίζι, το [poli’rizi]: αγριόχορτο. [πολύ + ρίζ(α) -ι]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
πολυτρίχι, το [poli’trixi]
πολυτρίχι, το [poli’trixi]: είδος αγριοχόρταρου. [πολύ τρίχ(α) –ι]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
πολειφάδι, το [poli’faδi]
πολειφάδι, το [poli’faδi]: α. τελειωμένο κομμάτι σαπούνι. β. (μτφ., μειωτ.) για άνθρωπο ιδιαίτερα μικρόσωμο, αδύνατο, καχεκτικό: ~ ανθρώπου / γυναίκας. [απ(ο)- αλείφ(ω) -άδι με επανεισαγωγή ολόκληρου του προθήματος απο- (πρβ. ελνστ. ή μσν. ἀλείφιον ‘υλικό για επάλειψη΄)]. Και: https://ilialang.gr/απολειφάδι-το/ Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
πορτόνι, το [po’rtoni]
πορτόνι [po’rtoni]: μικρό αυτοσχέδιο πορτάκι φράχτη. [πόρτ(α) –ονι].
-
πλουμί, το [plu’mi]
πλουμί, το [plu’mi]: το στολίδι, κεντητό ή ζωγραφισμένο. [μσν. πλουμί < πλουμίον υποκορ. του ελνστ. πλοῦμ(ον) -ίον < λατ. pluma ‘ελαφρύ φτερό, πούπουλο΄ θηλ. εν. που θεωρήθηκε ουδ. πληθ.]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
πλαστήρι, το [pla’stiri]
πλαστήρι, το [pla’stiri]: επίπεδη, τετράγωνη ή στρογγυλή τάβλα, με την οποία πλάθουν και τοποθετούν τη ζύμη στον φούρνο. [πλάσ(ω) -τήρι].