Ετικέτα: ΟΥΔΕΤΕΡΟ ΓΕΝΟΣ

  • σπάρτο, το [‘sparto]

    σπάρτο, το [‘sparto]: θάμνος με μακριούς λεπτούς κλώνους και ευωδιαστά κίτρινα άνθη, που τους χρησιμοποιούν για να κατασκευάζουν είδη καλαθοπλεκτικής, σκούπες, σκοινιά κτλ., ή για να κοσμούν δρόμους, φράχτες κτλ. [< αρχ. σπάρτον]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • σπιθάρι, το [spi’θari]

    σπιθάρι, το [spi’θαρι]: κοιλότητα στους βράχους που σταματούσε το νερό. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • σουγλί, το [su’γli]

    σουγλί, το [su’γli]: σουβλί. Εργαλείο μυτερό του τσαγκάρη για το πέρασμα της κλωστής στο δέρμα (πετσί). [< μσν. σουγλί(ο)ν < σουβλί(ο)ν με τροπή [v > γ] πριν από [l] ].

  • σούγλος, ο [‘suγlos]

    σούγλος, ο [‘suγlos]: ο κουβάς. [< σουγλ(ί) –ος].

  • σούκουλα, τα [‘sukula]

    σούκουλα, τα [‘sukula]: τα παλιά ρούχα. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • σκουτέλι, το [sku’teli]

    σκουτέλι, το [sku΄teli]: α. μικρή γαβάθα. β. η κούπα, Φράση: ‘Η κούπα και σκουτέλα’ [μσν. σκουτέλλι(ν) < σκουτέλλιον υποκορ. του σκουτέλλα < λατ. scutella (ορθογρ. απλοπ.)]. Και: https://ilialang.gr/σκουτέλα-η/ Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • σκυλοκόριτο, το [skilo’korito]

    σκυλοκόριτο, το [skilo’korito]: χαρακτηρισμός υβριστικός για κπ. που έχει κακό χαρακτήρα. [< σκυλ(ί) –ο- κορίτσ(ι) –ο]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • σμπαράλια, τα [zba’raʎa]

    σμπαράλια, τα [zba’raʎa]: α. κάνω κτ. κομμάτια, θρύψαλα, συντρίμμια. β. γίνομαι ερείπιο, διαλύομαι από κούραση, αρρώστια, στενοχώρια κτλ. [παλ. ιταλ. θηλ. sbaraglia ‘σκόρπισμα΄ που θεωρήθηκε ουδ. πληθ.]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • σομόνι, το [so’moni]

    σομόνι, το [so’moni]: ψωμάκι που έδιναν στα μοναστήρια. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • σκούρα [‘skura]

    σκούρα, τα [‘skura]: (μτφ.) τα παραθυρόφυλλα από συμπαγές ξύλο αλλά και για κάθε είδους παντζούρια: ‘Έκλεισα τα σκούρα’. [μσν. σκούρος < ιταλ. scuro -ς].

  • σκαφίδι, το [ska’fiði]

    σκαφίδι, το [ska’fiði]: η σκάφη. [ελνστ. σκαφίδιον υποκορ. του αρχ. σκάφη]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • σκαλούνι, το [ska’luni]

    σκαλούνι, το [ska’luni]: το σκαλοπάτι. [< σκάλ(α) –ούνι]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf, https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • σκαλτσούνι, το [ska’ltsuni]

    σκαλτσούνι, το [ska’ltsuni]: α. είδος νηστίσιμου γλυκίσματος, γεμισμένου με καρύδια και σταφίδες και πασπαλισμένου με ζάχαρη άχνη. β. κάλτσα [ιταλ. (νότ. διάλ.) calzon(e) -ι με ανάπτ. προτακτ. [s] αναλ. προς αρσ. και θηλ. με παρόμοια εναλλ.: σβόλος – βόλος και τροπή [o > u] από επίδρ. του [n] ή από κλειστή προφ. του [o] στα […]

  • σκαροπούλι, το [skaro’puli]

    σκαροπούλι, το [skaro’puli]: νεογέννητο αγριοπούλι, πτηνό που μόλις πέταξε. [< σκαρ(ίζω) –ο- πουλί]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • σιδερικά, τα [siðeri’ka]

    σιδερικά, τα [siðeri’ka]: α. τα κουδούνια ζώων. β. το πιστόλι ή το μαχαίρι. [σίδερ(ο) -ικό, ουδ. του -ικός]. Και: https://ilialang.gr/σίδερο-σιδερικό-το/ Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • σατέρι, το [sa’teri]

    σατέρι, το [sa’teri]: μεταλλική μικρή ζυγαριά. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • σάψαλα, τα [‘sapsala]

    σάψαλα, τα [‘sapsala]: τριμμένα, θρυμματισμένα. [τουρκ. şapşal ‘κακοντυμένος΄ -α].

  • σάρωμα, το [‘saroma]

    σάρωμα, το [‘saroma]: το σκούπισμα [λόγ. < ελνστ. σάρωμα ‘σκουπίδια΄ κατά τη σημ. του σαρώνω].

  • σαίκο, το [‘seko]

    σαίκο, το [‘seko]: γερό, ανθεκτικό: ‘Είναι τελείως σαίκο’ (είναι απόλυτα γερό). Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • σάϊσμα, το [‘saizma]

    σάϊσμα, το [‘saizma]: στρωσίδι από αργαλειό το οποίο υφαίνεται από γίδινο μαλλί. [< σάγισμα < σαγίον < αρχ. σάγος ‘χοντρός μανδύας’]. Όπως και: https://ilialang.gr/σάγισμα-το/ Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o