Ετικέτα: ΟΥΔΕΤΕΡΟ ΓΕΝΟΣ
-
μπολτήμια, τα [bo’ltimɲa]
μπολτήμια, τα [bo’ltimɲa]: τα λουριά που δένουν στα καπούλια του γαϊδάρου.
-
φιλέρι, το [fi’leri]
φιλέρι, το [fi’leri]: ροζ ή κόκκινο σταφύλι. [αλβα. fillër -ι].
-
ροΐ, το [ro’i]
ροΐ, το [ro’i]: δοχείο λαδιού.
-
κλωγιόπουλο, το [klo’ʝopulo]
κλωγιόπουλο, το [klo’ʝopulo]: η κλώσσα. [κλώ(σσα) -γι- όπουλο].
-
πουρναροβέλι, το [purnaro’veli]
πουρναροβέλι, το [purnaro’veli]: ονομασία καρπού του αντίστοιχου δέντρου. [πουρνάρ(ι) -ο- βέλι].
-
δεντροβέλι, το [ðendro’veli]
δεντροβέλι, το [ðendro’veli]: ονομασία καρπού δέντρου. [δέντρο + βέλι].
-
αριοβέλι, το [arʝo’veli]
αριοβέλι, το [arʝo’veli]: ονομασία καρπού δέντρου.
-
σώφυλλα, τα [‘sofila]
σώφυλλα, τα [‘sofila]: κλαδάκια μέσα στο λιόπανο με τις ελιές. [(έ)σω + φύλλα].
-
γρανί, το [γra’ni]
γρανί, το [γra’ni]: μικρός λάκκος ανάμεσα στα χωράφια.
-
λίπαρα, τα [‘lipara]
λίπαρα, τα [‘lipara]: η ρήξη υμένων στα ζώα που γεννούν.
-
βαρικά, τα [vari’ka]
βαρικά, τα [vari’ka]: τόπος με νερό.
-
σκιαζάρια, τα [skça’zarʝa]
σκιαζάρια, τα [skça’zarʝa]: το φόβητρο, το σκιάχτρο. [σκιάζ(ω) ‘τρομάζω’ -άρια].
-
βογκίλια, τα [vo’giʎa]
βογκίλια, τα [vo’giʎa]: λαχανικά.
-
λεβίθι, το [le’viθi]
λεβίθι, το [le’viθi]: παράσιτο των εντέρων στα ζώα. [λεβίθα < αρχ. ἕλμινς, ἕλμις, αιτ. ἕλμιθα > ελνστ. υποκορ. *ἑλμίθιον (πρβ. αρχ. ἑλμίνθιον ‘σκουληκάκι΄) > μσν. μεγεθ. *ελμίθα > *λεμίθα (μετάθ. του υγρού συμφ.) > μσν. λεβίθα (με τροπή του χειλ. [m] σε χειλοδοντικό [v] από επίδρ. του οδοντικού [θ] )].
-
μαρκάλημα, το [ma’rkalima]
μαρκάλημα, το [ma’rkalima]: το ζευγάρωμα των ζώων. [μαρκαλ(άω) -ημα]. Όπως και: https://ilialang.gr/μάρκαλος-ο/
-
μεριδοχάρτι, το [meriðo’xarti]
μεριδοχάρτι, το [meriðo’xarti]: το χαρτί πάνω στο οποίο γράφει το ιερέας τα ονόματα όσων θα μνημονεύσει. [μερίδ(α) -ο- χαρτί]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
μπαγιάτι, το [ba’ʝati]
μπαγιάτι, το [ba’ʝati]: το κρύο: ‘Ξυρίζει όξω. Έχει ένα μπαγιάτ’ (κάνει πολύ κρύο).
-
μπερνάκι, το [be’rnaki]
μπερνάκι, το [be’rnaki]: αρνί ενός έτους.
-
μπιζεύλι, το [bi’zevli]
μπιζεύλι, το [bi’zevli]: σιδερένια βέργα που συμπληρώνει τον ζυγό στα ζώα. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
μπαμπουγέρι, το [babu’γeri]
μπαμπουγέρι, το [babu’γeri]: μικρά ζωύφια που ζουν παρασιτικά σε καρπούς ή φυτά: ‘Το δέντρο είναι γιομάτο μπαμπουγέρια’.