Ετικέτα: ΟΡΕΙΝΗ
-
καΐπικος [ka’ipikos]
καΐπικος, -η, -ο [ka’ipikos]: για κπ που πάει χαμένος. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
καθίγκλα, η [ka’θingla]
καθίγκλα, η [ka’θingla]: η καρέκλα. [κάθ(ομαι) + ίγκλα < λατ. *cingla (< cingula)· μσν. *ίγλα < ίγκλα με τροπή [g > γ] μετά την αποβ. του ριν. [ŋ] στο σύμπλ. [ŋg] ].
-
θέρμη, η [‘θermi]
θέρμη, η [‘θermi]: πυρετός. [αρχ. θέρμη]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
θεοβούνι, το [θeo’vuni]
θεοβούνι, το [θeo’vuni]: (μτφ.) το μεγάλο λιθάρι. [θε(ός) – ο – βουνί(ον)]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
ζουνάρ, το [zu’nar]
ζουνάρ, το [zu’nar]: η ζώνη. [μσν. ζωνάρι < ζωνάρι(ο)ν υποκορ. του αρχ. ζών(η) -άρι(ο)ν > -άρι]. Και: https://ilialang.gr/ζωνάρι-το-zonari/
-
ζιλές, ο [zi’les]
ζιλές, ο [zi’les]: το πλεκτό πουλόβερ. [λόγ. < γαλλ. gilet < ισπαν. gileco < αραβ. jaleko (δες και γιλέκο)· ζιλέ -ς για προσαρμ. στο μορφολ. σύστημα της δημοτ.]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
ζάλα, η [‘zala]
ζάλα, η [‘zala]: το φορτίο από ξύλα στους ώμους: ‘Έβαλε τη ζάλα και κίνησε για το χωράφι’. [ζαλ(ώνω) –α]. Όπως και: https://ilialang.gr/ζαλιά-η/ Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
δέντρο, το [‘ðendro]
δέντρο, το [‘ðendro]: η βελανιδιά. [μσν. δέντρο(ν) < αρχ. δένδρον]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
γρούσπη, η [‘γruspi]
γρούσπη, η [‘γruspi]: λάσπη. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
γνατώνω [γna’tono]
γνατώνω [γna’tono]: πεισμώνω. [τουρκ. inat ‘πείσμα’ < ινάτι με ανάπτ. [j] για αποφυγή της χασμ. σε συμπροφ. με το άρθρο: το-ινάτι > το-γινάτι]. https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
γκριμπίθα, η [gri’mbiθa]
γκριμπίθα, η [gri’mbiθa]: ξύλο από ξερή βελανιδιά. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
γκλαβουτσιά, η [glavu’tsça]
γκλαβουτσιά, η [glavu’tsça]: είδος δέντρου. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
γκαγκάνα, η [ga’gana]
γκαγκάνα, η [ga’gana]: το μεγάλο κεφάλι: ‘Είχε μια γκαγκάνα τόση’ (είχε μεγάλο κεφάλι). Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
βρούντζος, ο [‘vrundzos]
βρούντζος, ο [‘vrundzos]: η χρυσόμυγα. [αρχ. βροῦντζος]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
βρομίστρα, η [vro’mistra]
βρομίστρα, η [vro’mistra]: το χοντροκομμένο άχυρο της βρόμης. [βρόμ (η) + -στρα]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
βλάγκα, η [‘vlaŋga]
βλάγκα, η [‘vlaŋga]: ξανθιά, ανοιχτόχρωμη γυναίκα. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
βερέμης, ο [ve’remis]
βερέμης, ο [ve’remis]: ο ασθενικός. [τουρκ. Verem -ης]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
ασαλάχητος [asa’laçitos]
ασαλάχητος, -η, -ο [asa’laçitos]: αυτός που δεν παίρνει από λόγια. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
αποξιάρης, ο [apo’ksçaris]
αποξιάρης, ο [apo’ksçaris]: απότομος. [ίσως, αρχ. ἀποξέω ‘αφαιρώ με ξύσιμο΄]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
τσούμπι, το [‘tʃumbi]
τσούμπι, το [‘tʃumbi]: α. το ύψωμα, το τούμπι. β. το κούτσουρο. γ. φυτό από το οποίο κλάδευαν τελείως όλα του τα φύλλα. Και: https://ilialang.gr/τούμπι-το/ Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o