Ετικέτα: ΟΡΕΙΝΗ
-
τσαχαγιάς [tsaxa’jas]
τσαχαγιάς [tsaxa’jas]: ο τυροκόμος.
-
πλατουνούρα, η [platu’nura]
πλατουνούρα, η [platu’nura]: η προβατίνα που έχει πλατιά ουρά. [< πλατ(ύς) + ουρ(α)].
-
τσιούλα, η [‘tsiula]
τσιούλα, η [‘tsiula]: προβατίνα με μικρά αυτιά. Και: https://ilialang.gr/τσούλα-η-tsula/
-
μολαΐμικο, το [mola’imiko]
μολαΐμικο, το [mola’imiko]: το ήρεμο κριάρι.
-
χλίψη, η [‘xlipsi]
χλίψη, η [‘xlipsi]: η θλίψη. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
χλαπουτσάω [xlapu’tsao]
χλαπουτσάω [xlapu’tsao]: τρώω γρήγορα μεγάλη ποσότητα φαγητού και κάνοντας θόρυβο. [ηχομιμ.]. Και: https://ilialang.gr/χλαπακιάζω/ Και: https://ilialang.gr/χλαπακιάζω-xlapakazo/ Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
χαρανί, το [xara’ni]
χαρανί, το [xara’ni]: το καζάνι. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
χαλώ [xa’lo]
χαλώ [xa’lo]: (μτφ.) σκοτώνω. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
φώλος, ο [‘folos]
φώλος, ο [‘folos]: το φώλι, το αυγό που βάζουν στη φωλιά για να κλωσίσει η κότα. [< φώλ(ι) –ος]. Και: https://ilialang.gr/φώλι-το-foli/ Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
φυσήχτρα, η [fi’sixtra]
φυσήχτρα, η [fi’sixtra]: τρυπημένο καλάμι για το τρύπημα της φωτιάς. [ < φυσάω < φύσησ- ηχτρα]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
φουσάω [fu’sao]
φουσάω [fu’sao]: φυσάω. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
φελάει [fe’lai]
φελάει [fe’lai]: ωφελεί: ‘Δε φελάει!’. [< (ω)φελεί]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
τσούκνα, η [‘tʃukna]
τσούκνα, η [‘tʃukna]: υφαντό αμάνικο πανωφόρι. [< σλαβ. sykno ‘τσόχα, κετσές’ -α].
-
τσότρα, η [‘tsotra]
τσότρα, η [‘tsotra]: ξύλινο δοχείο, με πλατιά βάση που στενεύει προς τα πάνω, που το χρησιμοποιούσαν για να μεταφέρουν και να πίνουν κρασί ή νερό. [αντδ. < τουρκ. çotra, çotura < ιταλ. ciotola < συμφυρ. λατ. cyathus < αρχ. κύαθος & λατ. cotyla < αρχ. κοτύλη]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
τσούγκανο, το [‘tʃuŋgano]
τσούγκανο, το [‘tʃuŋgano]: πολύ ξερό ψωμί. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
τσιντσιρίζω [tʃintʃi’rizo]
τσιντσιρίζω [tʃintʃi’rizo]: τηγανίζω. [ηχομημ.]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
τσιομύτης, ο [tʃo’mitis]
τσιομύτης, ο [tʃo’mitis]: αυτός που έχει μικρή μύτη. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
τσιουμπί, το [‘tʃumbi]
τσιουμπί, το [‘tʃumbi]: α. σκαμνί από κορμό δέντρου. β. ρόζος στο ξύλο. ‘Γέμισε με τσιούμπια’ (γέμισε με ρόζους). Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
τσίκα, η [‘tʃika]
τσίκα, η [‘tʃika]: η σπίθα της φωτιάς. [ηχομιμ.]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
τσατσάλα, η [tʃa’tʃala]
τσατσάλα, η [tʃa’tʃala]: η διχάλα. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o