Ετικέτα: ΟΡΕΙΝΗ
-
μπολτήμια, τα [bo’ltimɲa]
μπολτήμια, τα [bo’ltimɲa]: τα λουριά που δένουν στα καπούλια του γαϊδάρου.
-
λιοτριβιάρης, ο [ʎotri’vʝaris]
λιοτριβιάρης, ο [ʎotri’vʝaris]: ο ιδιοκτήτης ελαιώνα. [λιο- τρίβ(ω) -ιάρης].
-
καματεύω [kama’tevo]
καματεύω [kama’tevo]: οργώνω. [κάματ(ος) -εύω].
-
λαμπριάτης, ο [la’mbriatis]
λαμπριάτης, ο [la’mbriatis]: το αρνί του Πάσχα. [Λαμπρ(ή) -ιάτης].
-
κούκλα, η [‘kukla]
κούκλα, η [‘kukla]: (μτφ.) το καλαμπόκι.
-
χειρόσβαρνα, η [xi’rosvarna]
χειρόσβαρνα, η [xi’rosvarna]: ξύλινο ή μεταλλικό εργαλείο για το χωράφι. [χέρ(ι) -ο- σβάρνα < σλαβ. barna ‘γεωργικό εργαλείο’].
-
πουρναροβέλι, το [purnaro’veli]
πουρναροβέλι, το [purnaro’veli]: ονομασία καρπού του αντίστοιχου δέντρου. [πουρνάρ(ι) -ο- βέλι].
-
δεντροβέλι, το [ðendro’veli]
δεντροβέλι, το [ðendro’veli]: ονομασία καρπού δέντρου. [δέντρο + βέλι].
-
αριοβέλι, το [arʝo’veli]
αριοβέλι, το [arʝo’veli]: ονομασία καρπού δέντρου.
-
αψαλιδοκούρευτος [apsaliðo’kureftos]
αψαλιδοκούρευτος, -η, -ο [apsaliðo’kureftos]: ζώο που δεν έχει κουρευτεί. [α- ψαλίδ(ι) -ο- κουρεύ(ω) -τος].
-
τσιμπολάμπα, η [tsibo’lamba]
τσιμπολάμπα, η [tsibo’lamba]: μικρός λύχνος. [τσιμπ(άω) -ο- λάμπα].
-
γροθαρόμαντρα, η [γroθa’romandra]
γροθαρόμαντρα, η [γroθa’romandra]: μάντρα από γροθάρια (μικρά κλαδιά ελιάς). [γροθάρ(ι) -ο- μάντρα].
-
πνογά, η [pno’γa]
πνογά, η [pno’γa]: η κούραση. [πνοή].
-
παραβολιά, η [paravo’ʎa]
παραβολιά, η [paravo’ʎa]: μέρος όπου δεν το πιάνει το αλέτρι.
-
γάρτσα, η [‘γartsa]
γάρτσα, η [‘γartsa]: βρωμιά.
-
γουλισιά, η [γuli’sça]
γουλισιά, η [γuli’sça]: λάσπη από υπερχείλιση ποταμού.
-
λίπαρα, τα [‘lipara]
λίπαρα, τα [‘lipara]: η ρήξη υμένων στα ζώα που γεννούν.
-
βαρικά, τα [vari’ka]
βαρικά, τα [vari’ka]: τόπος με νερό.
-
σκιαζάρια, τα [skça’zarʝa]
σκιαζάρια, τα [skça’zarʝa]: το φόβητρο, το σκιάχτρο. [σκιάζ(ω) ‘τρομάζω’ -άρια].
-
βογκίλια, τα [vo’giʎa]
βογκίλια, τα [vo’giʎa]: λαχανικά.