Ετικέτα: ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΣ
-
λετσής, ο [le’tsis]
λετσής, ο [le’tsis]: άνθρωπος αναξιοπρεπής, άξιος καταφρόνησης: ‘Είναι λετσής και βρωμερός’ (κακός και επικύνδινος). [ιταλ. lezzo ‘βρόμα΄ -ης]. Και: https://ilialang.gr/λέτσος-ο-letsos/
-
τσουρούλια [tsu’ruʎa]
τσουρούλια [tsu’ruʎa]: πολύ γρήγορα: ‘Έφυγε τσουρούλια!’.
-
μαλλιαούρας, ο [maʎa’uras]
μαλλιαούρας, ο [maʎa’uras]: άνδρας με αλογοουρά. [μαλλιά + ουρ(ά) -ας].
-
αρούρι, το [a’ruri]
αρούρι, το [a’ruri]: παραφθορά της λέξης αρουραίος, δηλώνοντας τον τύπο που προκαλεί αναστάτωση, προβλήματα και δεν συμβιβάζεται με το κατεστημένο μιας παρέας, της κοινωνίας κλπ. Ωστόσο αυτός ο τύπος μπορεί να διαθέτει χαρακτηριστικά, όπως ευστροφία, εξυπνάδα. [αρουρ(αίος) -ι].
-
καρούμπαλο, το [ka’rumbalo]
καρούμπαλο, το [ka’rumbalo]: α. εξόγκωμα κυρίως στο κεφάλι, που δημιουργείται συνήθ. από δυνατό χτύπημα. β. (μτφ.) ο άνθρωπος που γίνεται φορτικός σε κπ: ‘Πω πω τι καρούμπαλο είναι φτούνος πια! Ούλο στα ποδάρια μας είναι’. [ίσως αρχ. κόρυμβος ‘κότσος΄ (προφ. [mb] ) και μεταπλ. σε ουδ. με βάση την αιτ.].