Ετικέτα: ΜΕΤΩΝΥΜΙΑ
-
πολυρίζι, το [poli’rizi]
πολυρίζι, το [poli’rizi]: αγριόχορτο. [πολύ + ρίζ(α) -ι]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
κοντοποδαρούσα, η [kodopoða’rusa]
κοντοποδαρούσα, η [kodopoða’rusa]: είδος αχλαδιάς. [κοντ(ός) –ο- ποδαρ(ι) ούσα].
-
ημιπληγία, η [imipli’γia]
ημιπληγία, η [imipli’γia]: εγκεφαλικό: ‘Τον βάρεσε ημιπληγία και δεν μπορεί να περπατήσει’. [λόγ. < μσν. ημιπληγία < ελνστ. ἡμιπληγ(ής) ‘μισοχτυπημένος΄ -ία]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
γωνιά, η [γo’ɲa]
γωνιά, η [γo’ɲa]: το τζάκι. [μσν. γωνιά < αρχ. γωνία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.· γων(ιά) -ίτσα]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
γεμιστό, το [ʝemi’sto]
γεμιστό, το [ʝemi’sto]: γλυκό με φύλλο και καρύδι. [ελνστ. γεμιστός ‘γεμάτος΄ -ο]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
ανεβατή, η [aneva’ti]
ανεβατή, η [aneva’ti]: (μτφ.) η μπομπότα. [μσν. ανεβατός -ή < ελνστ. ἀναβατός ‘εύκολος να τον ανεβείς΄, κατά το αναβάζω > ανεβάζω]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
αγύριγος, ο [a’ʝiriγos]
αγύριγος, ο [a’ʝiriγos]: αγύριστος: ‘Να πας στον αγύριγο (διάβολος)’. [α + γυρί(ζω) –γος]. Και: https://ilialang.gr/αγύριστος-ο/ Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf Όπως και: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
αγκαλιαστός, ο [aŋga’ʎastos]
αγκαλιαστός, ο [aŋga’ʎastos]: το ταγκό, το βάλς. [αγκαλ(ιάζω) -ιαστός]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
ανάγκη, η [a’naŋgi]
ανάγκη, η [a’naŋgi]: (μτφ.) η ανάγκη για τουαλέτα. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
αμελέτητα, τα [ameꞋletita]
αμελέτητα, τα [ameꞋletita]: οι όρχεις των ανθρώπων και των ζώων. [ < αμελέτητ(ος) -α].
-
αλωνάρης, ο [aloꞋnaris]
αλωνάρης, ο [alo’naris]: α. ο αλωνιστής. β. ο μήνας Iούλιος. [αλών(ι) -άρης]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
κωλάντερο, το [ko’landero]
κωλάντερο, το [ko’landero]: το έντερο που βρίσκεται στο πίσω μέρος. [κώλ(ος) + (έ)αντερο].
-
καραμούτζα, η [kara’muntza]
καραμούτζα, η [kara’muntza]: α. η πίπιζα. β. τα γουρούνια που έχουν στην Κάπελη (λόγω της μακριάς μύτης). [ιταλ. cornamuza ‘πνευστό όργανο’].