Ετικέτα: ΜΕΤΑΦΟΡΑ
-
κράζω [‘krazo]
κράζω [‘krazo]: φωνάζω δυνατά ή φωνάζω κπ. να έρθει κοντά, καλώ, προσκαλώ: ‘Σούρε να κράξεις το παιδί’. [αρχ. κράζω].
-
κρατάει [kra’tai]
κρατάει [kra’tai]: (για σπίτια, δάση κλ.π) έχει φαντάσματα. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
κουτσουριάζομαι [kutsu’rʝazome]
κουτσουριάζομαι [kutsu’rʝazome]: γίνομαι βαρύς και δυσκίνητος σαν κούτσουρο. [κούτσουρ(ο) – ιάζομαι].
-
κούρνια, η [‘kurɲa]
κούρνια, η [‘kurɲa]: α. το κοτέτσι, το δέντρο, ο χώρος που κοιμούνται τα πτηνά: ‘Τα πουλερικά είναι στην κούρνια τους’. β. (μτφ.) ο χώρος κπ. [παλ. σλαβ. kurnjia].
-
κουρβουλιάζομαι [kurvu’ʎazome]
κουρβουλιάζομαι [kurvu’ʎazome]: (μτφ.) ακινητοποιούμαι εξαιτίας ασθένειας: ‘Να κουρβαλιαστείς’ (κατάρα: να μείνεις παράλυτος). [κούρβουλ(ο) ‘κορμός αμπελιού’ -ιάζομαι].
-
κουνημένος [kuni’menos]
κουνημένος, -η, -ο [kuni’menos]: (μτφ.) αυτός που ξενιτεύτηκε και ταξίδεψε στον προορισμό του μέσα από θάλασσα. [κουν(ώ) -ημένος]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
κουβαριάζω [kuva’rʝazo]
κουβαριάζω [kuva’rʝazo]: α. τυλίγω νήμα και σχηματίζω κουβάρι. β. (μτφ.) για άνθρωπο που έχει κουλουριαστεί από τον πόνο ή που έχει ζαρώσει από τα γηρατειά: ‘Το παιδί κουβαριάστηκε στο τζάκι’. [κουβάρ(ι) -ιάζω].
-
κορδελάκια, τα [korðe’laca]
κορδελάκια, τα [korðe’laca]: (μτφ.) τα τσαλιμάκια: ‘Μη μου κάνεις κορδελάκια’, (μην μου κάνεις νάζια). [μσν. κορδέλα αντδ. < βεν. cordela υποκορ. του corda (δες κόρδα)]. Και: https://ilialang.gr/τσαλιμάκι-το/ Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/index.php/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
κορδωνούρα, η [korðo’nura]
κορδωνούρα, η [korðo’nura]: α. καμαρωτή προβατίνα. β. (μτφ.) η υπερήφανη γυναίκα. [κορδών(ω) -ούρα]. Πηγή: https://www.antroni.gr/index.php/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
κορακοζώητος [korako’zoitos]
κορακοζώητος, -η, -ο [korako’zoitos]: χαρακτηρισμός για άνθρωπο καλοζωισμένο και μεγάλης ηλικίας. [κόρακ(ας) -ο- + -ζώητος κατά το κακοζώητος, (επειδή ο κόρακας είναι μακρόβιος)]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
κόμπια, τα [‘kobʝa]
κόμπια, τα [‘kobʝa]: α. κομμάτια των σταχυών που έμειναν απάτητα στο αλώνι. β. (μτφ.) οι αρθρώσεις του σώματος. [κόμπ(ος) -ια]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
κονάκι, το [ko’naki]
κονάκι, το [ko’naki]: α. (μτφ.) το σπίτι, με την έννοια του καταλύματος, του καταφυγίου, του προσωπικού χώρου. β. καλύβα του τσοπάνη. γ. είδος μαύρου δηλητηριώδους φιδιού ( [μσν. κονάκι < τουρκ. konak ‘αρχοντικό΄ -ι]. Πηγή: https://www.antroni.gr/index.php/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
κλειδέρα, η [kli’ðera]
κλειδέρα, η [kli’ðera]: α. ξύλο γυριστό στο μπροστινό μέρος για να παίρνουμε τα πράγματα ή φρούτα που είναι ψηλά. β. η γραμμή που έχουν ορισμένα γράμματα (φ, μ, ρ κλ.π): (μτφ.) η φράση ‘Μάθε καμιά κλειδέρα γράμματα’ (μάθε λίγα γράμματα). [ίσως, κλειδ(ί) -έρα]. Πηγή: https://www.antroni.gr/index.php/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
καψοκαλύβας, ο [kapsoka’livas]
καψοκαλύβας, ο [kapsoka’livas]: (μτφ.) άνθρωπος που τα ξοδεύει όλα του τα χρήματα για τους ξένους, ο φιλόξενος. [(ε)κάψ (α) + καλύβ (α) –ας]. Πηγή: https://www.antroni.gr/index.php/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
κατσικώνομαι [katsi’konome]
κατσικώνομαι [katsi’konome]: (μτφ.) πεισμώνω σε κάτι: ‘Πώς κατσικώθηκες έτσι;’. [ίσως, κατσίκ(α) –ώνομαι]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
κατουρλοκάνατο, το [katurlo’kanato]
κατουρλοκάνατο, το [katurlo’kanato]: α. το ουροδοχείο: ‘Έβαλε το κατουρλοκάνατο στον γέρο’. β. (μτφ.) ο άχρηστος άνθρωπος [<ουσ. <κατουρ(ώ) + κατάλ. λού + κανάτι]. Πηγή: https://www.antroni.gr/index.php/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
καρυδοελιά, η [kariðoe’ʎa]
καρυδοελιά, η [kariðoe’ʎa]: μεγάλος καρπός ελιάς. [καρύδ(ι) -ο- (ε)λιά]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
καρπούζα, τα [ka’rpuza]
καρπούζα, τα [ka’rpuza]: α. καρπούζια. β. (μτφ.) σπόρος αμυγδάλων και πεπονιών. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
καπροδόντης [kapro’ðondis]
καπροδόντης, -α, -ικο [kapro’ðondis]: στραβοδόντης. [‘ίσως, κάπρος ‘χοίρος’ + δόντ(ι) –ης]. Πηγή: https://www.antroni.gr/index.php/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
καπνίζω [ka’pnizo]
καπνίζω [ka’pnizo]: (μτφ.) νευριάζω: ‘Μη με καπνίζεις!’.