Ετικέτα: ΜΕΤΑΦΟΡΑ
-
μερεμετάω [mereme’tao]
μερεμετάω [mereme’tao]: α. επιδιορθώνω. β. (μτφ.) ικανοποιούμαι σεξουαλικά. [τουρκ. meramet -άω]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
ματσούκι, το [ma’tsuki]
ματσούκι, το [ma’tsuki]: α. μεγάλο και χοντρό ραβδί: ‘Kρατούσε το ματσούκι και έγδερνε τα κλαδιά’. β. ξυλοδαρμός: ‘Θα του δώσει ένα ματσούκι να μάθει’ (θα τον χτυπήσει). [μσν. ματσούκι(ο)ν υποκορ. του ματσούκα < παλ. ιταλ. και βεν. mazzoca με τροπή [o > u] από κλειστή προφ. του [o] στα ιταλ. ή από επίδρ. του [k] […]
-
ματσόλα, η [ma’tsοla]
ματσόλα, η [ma’tsοla]: α. είδος ξύλινου σφυριού. β. (μτφ.) μεγάλο κομμάτι: ‘Πήρε μια ματσόλα ψωμί και ρούπωσε’ [ιταλ. mazzola].
-
μάπα, η [‘mapa]
μάπα, η [‘mapa]: α. το λάχανο. β. το πρόσωπο: ‘Το έφαγε στην μάπα’ (για κάτι που βαρεθήκαμε). [ιταλ. (διαλεκτ.) mappa].
-
μαρίδα, η [ma’riða]
μαρίδα, η [ma’riða]: (μτφ.) πολυμελής ομάδα μικρών παιδιών: ‘Πίσω από το γύφτο με την αρκούδα ακολουθούσε η μαρίδα της γειτονιάς με φωνές και χιουχαΐσματα’. [αρχ. σμαρίς, αιτ. -ίδα με αποβ. του [z] από συμπροφ. με το άρθρο στη γεν. εν. & την αιτ. πληθ. και ανασυλλ. [tis-zm > tizm > tis-m] · μαρίδ(α) -ούλα· μαρίδ(α) -ίτσα].
-
μαγάρα, η [ma’γara]
μαγάρα, η [ma’γara]: α. η μαγαρισιά. β. η βρωμιά. γ. ακαθαρσίες ζώων [μαγαρ(ίζω) -α (αναδρ. σχημ.)]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
λυκοφαμέλια, η [likofame’ʎa]
λυκοφαμέλια, η [likofame’ʎa]: οικογένεια πολυμελής. [λύκ(ος) –ο- φαμ(ι)ελια]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
λουρί, το [lu’ri]
λουρί, το [lu’ri]: α. ζώνη, ζωστήρας: ‘Δέρνει το παιδί του με το λουρί’. β. (μτφ.) στην έκφραση: ‘Έγινε λουρί’ (αδυνάτισε). [μσν. λουρίν < λωρί(ο)ν ( [o > u] από επίδρ. του [l] ) υποκορ. του ελνστ. λῶρ(ος) -ίον < λατ. lorum]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
λοβός [lo’vos]
λοβός, -ή, -ό [lo’vos]: α. (μτφ.) κακός άξεστος άνθρωπος. β. καχεκτικός. [λόγ. < αρχ. λοβός]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
λιόκια, τα [‘ʎoca]
λιόκια, τα [‘ʎoca]: α. τα κουκούτσια ελιά. β. (μτφ.) τα ανδρικά γεννητικά όργανα. [(ε) λι (ά) –ο- κόκκ(ος) –ια]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
λιμοζάγαρο, το [limo’zaγaro]
λιμοζάγαρο, το [limo’zaγaro]: α. παλιάνθρωπος. β. το πεινασμένο σκυλί. [λίμ(α) –ο- ζαγάρ(ι) –ο]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
λιμοτάγαρο, το [limo’taγaro]
λιμοτάγαρο, το [limo’taγaro]: α. ο άχρηστος, ο τεμπέλης. β. ο πειναλέος. [λιμ(ος) –ο- ταγαρ(ι) –ο]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
λιγδοτάμπαρο, το [liγðο’tabaro]
λιγδοτάμπαρο, το [liγðο’tabaro]: α. (μτφ.) ύπουλος, βρομερός. β. δέρμα γουρουνιού το οποίο επεξεργάζονταν για να φτιάξουν τα ταβούλια (τύμπανα). [λίγδ(α) ταμπούρο]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
λέχρα, η [‘lexra]
λέχρα, η [‘lexra]: α. η βρομιά. β. άνθρωπος χωρίς ενδοιασμούς: ‘Αυτός είναι μεγάλη λέχρα (είναι παλιάνθρωπος) [αρχ. λέχρ(ιος) ‘λοξός –α]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
λελέκι, το [le’leki]
λελέκι, το [le’leki]: α. ο πελαργός. β. (μτφ.) πολύ ψηλός και λεπτός άνθρωπος: Ένα παλικάρι ίσα με κεί πάνου, λελέκι’. [τουρκ. leylek -ι με αποβ. του ημιφ. για αποφυγή της χασμ.· λελέκ(ι) μεγεθ. -ας]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
λεμές, ο [le’mes]
λεμές, ο [le’mes]: παλιάνθρωπος, λιγδιάρης: ‘Ο παλιαλήτης, ο λεμές!’ . [τουρκ. ellem(e) -ες ‘κοσκίνισμα’]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
λέσι, το [‘lesi]
λέσι, το [‘lesi]: α. το πτώμα ζώου, το ψοφίμι μαζί με την δυσάρεστη οσμή που αυτό αναδίδει, η δυσοσμία, η βρόμα. β. (μτφ.) α. για κπ. υπερβολικά νωθρό, αδύναμο, κουρασμένο· ψοφίμι. β. για κπ. υπερβολικά βρόμικο. [μσν. λέσι < τουρκ. leş ‘ψοφίμι΄ -ι]. Και: https://ilialang.gr/ψοφίμι-το/ Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
κωλοσούρνομαι [kolo’surnome]
κωλοσούρνομαι [kolo’surnome]: σέρνομαι. [κώλ(ος) –ο- σέρνομαι].
-
κωλοσουφρίδα, η [kolosu’friða]
κωλοσουφρίδα, η [kolosu’friða]: α. ο πρωκτός. β. χαρακτηρισμός για άνθρωπο κακόβουλο και ύπουλο.
-
κοψοβερκιάζω [kopsove’rcazo]
κοψοβερκιάζω [kopsove’rcazo]: χτυπώ κάποιον άσχημα: ‘Θα τον κοψοβερκιάσω τον άτιμο’. [κοψ- (κόβω) + ο + (σ) βέρκ(ος) + – ιάζω]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o