Ετικέτα: ΜΕΤΑΦΟΡΑ
-
τουρλοκώλι, το [turlo’koli]
τουρλοκώλι, το [turlo’koli]: το στρογγυλό χωράφι. [μσν. τρουλλωτός ‘που έχει τρούλο΄ με μετάθ. του [r] < τρουλλώ(νω) -τός < τουρλ(ωτός) + κώλ(ος) -ι].
-
γωνιακό, το [γonia’ko]
γωνιακό, το [γonia’ko]: χωράφι που βρίσκεται σε γωνία. [γωνιακ(ός) -ό].
-
στρογγυλό, το [strongi’lo]
στρογγυλό, το [strongi’lo]: το κυκλικό χωράφι. [στρογγυλ(ός) -ό].
-
κορφή, η [ko’rfi]
κορφή, η [ko’rfi]: το βούτυρο. [μσν. κορφή < αρχ. κορυφή με συγκ. του άτ. [i] ανάμεσα σε δύο σύμφ.].
-
τσιμπουρή, η [tsimbu’ri]
τσιμπουρή, η [tsimbu’ri]: η προβατίνα που έχει μικρές ρώγες. [τσιμπούρ(ι) -ή].
-
ψωμώνω [pso’mono]
ψωμώνω [pso’mono]: α. (για τον καρπό σιτηρών, οσπρίων κτλ.) ωριμάζω καλά, έτσι που να αποκτήσω καρπό με πολλή σάρκα· μεστώνω: ‘Ψώμωσαν τα σιτηρά’. || (σπάν.) συντελώ στην ωρίμανση. β. (για άνθρ.) αποκτώ αρκετή και σφιχτή σάρκα, έτσι που να φαίνεται ότι έχω σωματική δύναμη· γίνομαι εύρωστος: ‘Ψωμωμένο παλικάρι’ (γεροδεμένο). [ψωμ(ί) -ώνω].
-
ψωμόλυσσα, η [pso’mοlisa]
ψωμόλυσσα, η [pso’mοlisa]: α. υπερβολικά έντονο αίσθημα πείνας: ‘Έχω μια ψωμόλυσσα που τρώω κι εσένα!’ β. ως μειωτικός χαρακτηρισμός ανθρώπου εξαθλιωμένου από τη μεγάλη φτώχεια· πειναλέος, πεινάλας. [ψωμ(ί) -ο- + λύσσα].
-
χάχαλο, το [‘xaxalo]
χάχαλο, το [‘xaxalo]: α. ξυλαράκι: ‘Θα μαζέψω χάχαλα για την φωτιά’. β. (μτφ.) ο πολύ αδύνατος: ‘Είναι μπίτι χάχαλο τρομάρα του!’. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
χαλώ [xa’lo]
χαλώ [xa’lo]: (μτφ.) σκοτώνω. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
φωτίζω [fo’tizo]
φωτίζω [fo’tizo]: αδυνατίζω λόγω έλλειψης τροφής [αρχ. φωτίζω].
-
φυρός [fi’ros]
φυρός, -ή, -ό [fi’ros]: (μτφ.) που έχουν μειωθεί οι πνευματικές του ικανότητες, η αντίληψη, η κρίση του: ‘Φυρό μυαλό. Ο καημένος είναι λίγο φυρός’. [αρχ. φυρ(ῶ δες στο φυραίνω) -ός (αναδρ. σχημ.)].
-
φτερακάω [ftera’kao]
φτερακάω [ftera’kao]: α. φτερουγίζω, πετάω. β. (μτφ.) πεθαίνω: ‘Εγώ ίσαμε τότε, θα έχω φτερακίσει’. [ < φτερ(ουγίζω) -ακάω]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
φούσκουμα, το [‘fuskuma]
φούσκουμα, το [‘fuskuma]: α. τυμπανισμός. β. αρρώστια ζώων. [< φούσκ(ωμα) -ούμα]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
φουσκώνω [fu’skono]
φουσκώνω [fu’skono]: νευριάζω [μσν. φουσκώνω < φούσκ(α) -ώνω].
-
φέρτσα, η [‘fertsa]
φέρτσα, η [‘fertsa]: α. λωρίδα από λίπος γουρουνιού. β. (μτφ.) το δέρμα: ‘Το νερό ήταν τόσο καυτό που μού’βγαλε τη φέρτσα!’. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
φευγοδικάω [fevγoði’kao]
φευγοδικάω [fevγoði’kao]: κρύβομαι γιατί καταζητούμαι από τον νόμο. [< φεύγ(ω) –ο- δικ(ώ) –άω].
-
φαρμακίλα, η [farma’cila]
φαρμακίλα, η [farmaˈcila]: έντονα δυσάρεστη διάθεση (μτφ): “Άσε με στην φαρμακίλα μου, παιδάκι μου’. [φαρμάκ(ι) -ίλα]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
φαρμακώνω [farma’kono]
φαρμακώνω [farma’kono]: α. δίνω σε κπ. δηλητήριο, δηλητηριάζω, σκοτώνω με δηλητήριο. β. για πικρή γεύση: ‘Δεν έβαλα ζάχαρη στον καφέ και φαρμακώθηκα’. γ. (μτφ.) ‘Φαρμάκωσε τώρα’ (τρώγε τώρα) ή ‘κάνει φαρμάκι’ (κάνει πολύ κρύο) (αρχ. φαρμακῶ ‘θεραπεύω με φάρμακα΄)].
-
τσιμπουροβύζα, η [tsimburo’viza]
τσιμπουροβύζα, η [tsimburo’viza]: η προβατίνα με πολύ μικρή θηλή. [< τσιμπούρ(ι) –ο- βυζ(ί) –α]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
τσιγαρίδα, η [tʃiγa’riða]
τσιγαρίδα, η [tʃiγa’riða]: α. (συνήθ. πληθ.) κομμάτια χοιρινού λίπους ξεροτηγανισμένα. β. (μτφ.) για πολύ λεπτό άνθρωπο. [τσιγαρ(ίζω) -ίδα]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o