Ετικέτα: ΜΕΤΑΦΟΡΑ
-
γιδοξούρης, ο [γiðo’ksuris]
γιδοξούρης, ο [γiðo’ksuris]: α. ο αγροίκος. β. ο αδύναμος. [γίδ(α) -ο- ξούρης (κατά το γεροξούρας με τροπή του -ας σε -ης)].
-
γίδι, το [‘γiði]
γίδι, το [‘γiði]: α. η κατσίκα. β. (μτφ.) ο απολίτιστος άνθρωπος. [μσν. γίδιν < αρχ. αἰγίδιον (αποβ. του αρχικού άτ. φων.) υποκορ. της λ. αἴξ ‘κατσίκα΄].
-
γέννημα, το [‘γenima]
γέννημα, το [‘γenima]: (μτφ.) η σοδιά.
-
γαϊδουρομούτσουνος [γaiðuro’mutsunos]
γαϊδουρομούτσουνος, -η, -ο [γaiðuro’mutsunos]: ο χοντροκέφαλος. [γαϊδούρ(ι) -ο- μουτσούν(α) -ος].
-
βουτσί, το [vu’tsi]
βουτσί, το [vu’tsi]: α. μικρό βαρελάκι. β. (μτφ.) ο κοντός και χονδρός άνθρωπος. [μσν. βουτσί(ον) < βουτί(ο)ν (ισχυροπ. της άρθρ. [ti > tsi] ) υποκορ. του ελνστ. βούτις < υστλατ. buttis].
-
βουτσέλι, το [vu’tseli]
βουτσέλι, το [vu’tseli]: α. μικρό βαρέλι. β. (μτφ.) παιδί χωρίς τρόπους. [βουτσ(ί) -έλι].
-
βουρλίζομαι [vu’rlizome]
βουρλίζομαι [vu’rlizome]: τρελαίνομαι, νευριάζω. [βούρλ(ο) -ίζομαι].