Ετικέτα: ΜΕΤΑΦΟΡΑ
-
φούρλα, η [‘furla]
φούρλα, η [‘furla]: α. στρογγυλή λαμαρίνα με μια τρύπα στην μέση που τοποθετείται επάνω στην πυροστιά για να μην μαυρίζει το μαγειρικό σκεύος, από την φωτιά. β. η στροφή προσώπου (ιδ. χορευτή, κατά την εκτέλεση χορευτικών κινήσεων) ή πράγματος γύρω από τον εαυτό του: ‘Kάνω φούρλες’. [ιταλ. frulla προστ. του frullo ‘περιστρέφομαι γρήγορα΄ με μετάθ. του […]
-
φκιασίδι, το [fca’siði]
φκιασίδι, το [fca’siði]: η περιποίηση του σώματος. [< φτιασίδι με αποβ. του [t] για απλοπ. του συμφ. συμπλ. [ftasí- > fasí-] και ανομ. τρόπου άρθρ. [f > fk] ].
-
τσιροπούλι, το [tsiro’puli]
τσιροπούλι, το [tsiro’puli]: α. το πουλί που δεν έχει αναπτύξει φτερά. β. ο αδύνατος άνθρωπος. γ. το παιδί. [μσν. τσίρος ίσως < ελνστ. κιρρίς < τσίρ(ος) -ο πουλί].
-
τσιγουρίζω [tsiγu’rizo]
τσιγουρίζω [tsiγu’rizo]: κάνω κάποιον να υποφέρει. [μσν. τσιγαρίζω < βεν. cigar < ιταλ. zigare < ηχομιμ. λέξη].
-
τσαντίλα, η [tsa’dila]
τσαντίλα, η [tsa’dila]: α. αραχνοΰφαντο πανί για το σούρωμα του τυριού. β. (μτφ.) ρούχο άκομψο και κακόγουστο. [σλαβ. čedil(o) -α κατά το σακούλα].
-
τσαλιμάκι, το [tsali’maki]
τσαλιμάκι, το [tsali’maki]: α. η φιγούρα. β. η πονηριά. [τουρκ. çalim -ακι]. Και: https://ilialang.gr/κορδελλάκια-τα-κορδέλα-η-korδela-1-μακρόστ/
-
τσακουμάκι, το [tsaku’maki]
τσακουμάκι,το [tsaku’maki]: α. ο αναπτήρας (με πριόβολο και ίσκα). β. ο πανέξυπνος άνθρωπος. [τουρκ. çakmak -ι]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o, Όπως και: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
τρουπίτης, ο [tru’pitis]
τρουπίτης, ο [tru’pitis]: (μτφ.) αυτός που αγοράζει βερεσέ ή δεν πληρώνει τις υποχρεώσεις του. [τρύπ(α) -ίτης].
-
τραγόπαπας, ο [tra’γopapas]
τραγόπαπας, ο [tra’γopapas]: (μτφ.) ο ασουλούπωτος, ακούρευτος ή παχύς ιερέας. [τράγ(ος) -ο- + παπ(άς) -ας].
-
τούρλα, η [‘turla]
τούρλα, η [‘turla]: α. (μτφ.) στη Φράση: ‘είμαι τούρλα’ (στο μεθύσι), για άνθρωπο πολύ μεθυσμένο. β. κορυφή. γ. τεντωμένο, φουσκωμένο, επίδειξη οπισθίων. [μσν. τούρλα < ελνστ. τρούλλα ‘κουτάλα, μικρό σφαιρικό αγγείο’ με μετάθ. του [r] < λατ. trulla].
-
τούρκα, η [‘turka]
τούρκα, η [‘turka]: α. η Τουρκάλα. β. (μτφ.) η σκληρή γυναίκα. [τούρκ(ος) -α].
-
τζερεμές, ο [dzere’mes]
τζερεμές, ο [dzere’mes]: α. αδικαιολόγητη οικονομική επιβάρυνση, άδικη ζημιά. β. (μτφ.) άνθρωπος παλιάνθρωπος, τιποτένιος. [τουρκ. cereme ‘πρόστιμο’ (από τα αραβ.) -ς]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
τέμπλα, η [‘tembla]
τέμπλα, η [‘tembla]: α. το μακρύ ξύλο για το ρίξιμο ελαίων, καρυδιών και αμυγδάλων. β. (μτφ.) αδύνατος άνθρωπος. [<μσν. τέμπλον < λατιν. templum].
-
τεκνοφέσι, το [tekno’fesi]
τεκνοφέσι, το [tekno’fesi]: το άσθμα των αλόγων και των μουλαριών. [< τέκν(ο) –ο- +[τουρκ. Fes] –ι]. Βλ. επίσης: http://androni.blogspot.com/2013/06/blog-post.html
-
τεζάχι, το [te’zaçi]
τεζάχι, το [te’zaçi]: α. χοντρό κούτσουρο για να κόβουμε το κρέας. β. (μτφ.) ξύλο: ‘Θα σου ρίξω ένα τεζάχι!’ [τουρκ. tezgâh -ι < περσική]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
σφαλαγγάκι, το [sfala’ŋgaki]
σφαλαγγάκι, το [sfala’ŋgaki]: α. η μικρή αράχνη. β. (μτφ.) το ζωηρό μωράκι. [μσν. σφαλάγγ(ι ) -ακι < αρχ. φαλάγγιον (ανάπτ. προτακτ. [s] 😉 -άκι].
-
σύρτης, ο [‘sirtis]
σύρτης, ο [‘sirtis]: α. εξάρτημα της κλειδωνιάς. β. (μτφ.) αυτός που μεταφέρει κλεμμένα ζώα από τόπο σε τόπο. [ελνστ. σύρτης ‘σκοινί για τράβηγμα’]. Και: https://ilialang.gr/μάνταλο-το-mandalo/
-
συγενικό, το [siγe’niko]
συγενικό, το [siγe’niko]: α. η κρίση, το νευρικό ξέσπασμα. β. το πολύ κρύο. γ. επιληψία [1: αρχ. συγγενικός· 2: λόγ. σημδ. γαλλ. apparenté]. Και: https://ilialang.gr/συγγενικό/ Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
στούμπος, ο [‘stumbos]
στούμπος, ο [‘stumbos]: α. ξύλινος συνήθ. κόπανος: ‘θα στουμπίσω το αραποσίτι’. β. (μτφ., ειρ.) για άνθρωπο πολύ κοντό και χοντρό: ‘Είναι σαν στούμπος’. γ. ο κακός μαθητής: ‘Είναι τελείως στούμπος πάντως’. [σλαβ. stonpa(;)].
-
στερνή, η [ste’rni]
στερνή, η [ste’rni]: τα τελευταία χρόνια κάποιου. [μσν. υστερνός με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < υστερινός (συγκ. του άτ. [i] ) < αρχ. ὕστερ(ος) -ινός]. Και: https://ilialang.gr/στερνό/