Ετικέτα: ΠΑΡΑΓΩΓΗ-ΜΕΤΑΠΛΑΣΗ

  • συγενικό, το [siγe’niko]

    συγενικό, το [siγe’niko]: α. η κρίση, το νευρικό ξέσπασμα. β. το πολύ κρύο. γ. επιληψία [1: αρχ. συγγενικός· 2: λόγ. σημδ. γαλλ. apparenté]. Και: https://ilialang.gr/συγγενικό/ Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • στερνή, η [ste’rni]

    στερνή, η [ste’rni]: τα τελευταία χρόνια κάποιου. [μσν. υστερνός με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < υστερινός (συγκ. του άτ. [i] ) < αρχ. ὕστερ(ος) -ινός]. Και: https://ilialang.gr/στερνό/

  • σκνίπα, η [‘sknipa]

    σκνίπα, η [‘sknipa]: α. το έντομο σκνίψ. β. ο μεθυσμένος. [αρχ. σκνίψ ὁ, αιτ. σκνίπα μεταπλ. σε θηλ. με βάση την αιτ. και τον πληθ. ίσως κατά το μύγα]. Και: https://ilialang.gr/σαπιοκούνουπο-το-sapʝokunupo/

  • ροδάνι, το [ro’ðani]

    ροδάνι, το [ro’ðani]: μικρός τροχός (κλωστικής μηχανής), που παίρνει κίνηση από ένα μεγαλύτερο και έτσι περιστρέφεται με μεγαλύτερη ταχύτητα και κινεί το αδράχτι πάνω στο οποίο τυλίγεται το νήμα. [ελνστ. ῥοδάνη ἡ ‘υφάδι΄ μεταπλ. σε ουδ. με βάση την ομόηχη κατάλ. [i] και αναλ. προς τα μασούρι, καλάμι].

  • πελεκούδι, το [pele’kuði]

    πελεκούδι, το [pele’kuði]: κομμάτι από το πελέκημα ξύλου. [μσν. πελεκούδ(α) ‘κομμάτι πέτρας’ υποκορ. -ι < πελεκ(ώ) -ούδα].

  • ντράφος, ο [‘ndrafos]

    ντράφος, ο [‘ndrafos]: μεγάλη γράνα, τάφρος. [λόγ. < αρχ. τάφρος]. Όπως και: https://ilialang.gr/τράφος-ο/

  • νάκα, η [‘naka]

    νάκα, η [‘naka]: πρόχειρη κούνια μωρού φτιαγμένη από ένα πανί και δυο ραβδιά. [αρχ. νάκ(η) -α].

  • μυριστικό, το [miristi’ko]

    μυριστικό, το [miristi’ko]: αναφέρεται σε οποιοδήποτε αρωματικό φυτό (ρίγανη, θρούμπη, μαϊντανός, μάραθος, μακεδονήσι κ.λπ.). [μυρισ- (μυρίζω) -τικό].

  • μουρχούτας, ο [mu’rxutas]

    μουρχούτας, ο [mu’rxutas]: ο φαγάς. [αρχ. μουχρούτιν -ας ‘μεγάλη βαθιά πήλινη λεκάνη όπου τοποθετούσαν φαγητό’].

  • μουρχούτα, η [mu’rxuta]

    μουρχούτα, η [mu’rxuta]: το βαθύ πιάτο. [αρχ. μουχρούτιν -α ‘μεγάλη βαθιά πήλινη λεκάνη όπου τοποθετούσαν φαγητό’].

  • μολεύω [mo’levo]

    μολεύω [mo’levo]: μολύνω. [αρχ. μολ(ύνω) μεταπλ. -εύω (διαφ. το αρχ. μολεύω ‘μεταφυτεύω΄)]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • μιλιούνι, το [mi’ʎuni]

    μιλιούνι, το [mi’ʎuni]: χιλιάδες, εκατομμύρια. [ιταλ. million(e) -ι ( [o > u] από κλειστή προφ. του [o] στα νότ. ιταλ.)].

  • μαυλάω [ma’vlao]

    μαυλάω [ma’vlao]: καλώ τα κατοικίδια να έρθουν κοντά μου με διαφορετικό για το καθένα όνομα και φωνή. [ελνστ. μαυλ (ίζω) –αω ‘παρακινώ ένα ζώο με λόγια και κινήσεις να έλθει κοντά μου’]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • μαστραπάς, ο [mastra’pas]

    μαστραπάς, ο [mastra’pas]: μικρό φορητό δοχείο για τοποθέτηση υγρών, ιδίως πόσιμου νερού ή κρασιού. [μσν. μαστραπάς < τουρκ. maşrapa -ς με ανάπτ. [t] για διευκόλυνση της άρθρ.]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • λαμπίκος, ο [la’mbikos]

    λαμπίκος, ο [la’mbikos]: ο καθαρός. [μσν. λαμπίκον (& μεταπλ. σε αρσ. με βάση την αιτ.) αντδ. < αραβ. al-ambīq ή μέσω του βεν. lambico < ελνστ. ἄμβιξ ‘κάδος για διύλιση΄]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • λάμπαδος, ο [la’mbaðos]

    λάμπαδος, ο [la’mbaðos]: η μεγάλη φωτιά: ‘Έπιασε ένας λάμπαδος και ξάκρισαν τα ζωντανά!’. [λαμπάδ(α) -ος].

  • κολοβό, το [kolo’vo]

    κολοβό, το [kolo’vo]: το ζώο που του έχουν κόψει την ουρά. [αρχ. κολοβός].

  • κοκκινιά, η [koki’ɲa]

    κοκκινιά, η [koki’ɲa]: ο τόπος που έχει κόκκινα χώματα: ‘Αυτό το χώμα είναι σκέτο κοκκινιά’. [κόκκιν(ος) -ιά].

  • θρούμπι, το [‘θrumbi]

    θρούμπι, το [‘θrumbi]: α. το θυμάρι. β. το κάψιμο του φυτού: ‘Ο πάγος τα ‘κανε θρούμπι’ (τα έκαψε και τα κατέστρεψε). [αρχ. θύμβρα (προφ. [mb] ) > μσν. θρύμβη (μετάθ. του [r] και μεταπλ. -α > -η) > *θρούμβη ( [i > u] εξαιτίας των χειλ. [mb] ) > νεότ. ουδ. θρούμπι από την ακουστική […]

  • ζέχνω [‘zexno]

    ζέχνω [‘zexno]: μυρίζω άσχημα, βρωμάω. [< ζέ(νω) μεταπλ. -χνω με βάση το συνοπτ. θ. ζεξ- κατά το σχ.: δειξ- (έδειξα) – δείχνω].