Ετικέτα: ΠΑΡΑΓΩΓΗ-ΜΕΤΑΠΛΑΣΗ
-
περόνι, το [pe’roni]
περόνι, το [pe’roni]: το καρφί [λόγ. < αρχ. περόνη].
-
πασπάλα, η [pa’spala]
πασπάλα, η [pa’spala]: η σκόνη, η άχνη που επικάθεται. [αρχ. πασπάλη ‘το πιο ψιλαλεσμένο αλεύρι΄].
-
παρλαπίπας, ο [parla’pipas]
παρλαπίπας, ο [parla’pipas]: ως χαρακτηρισμός ανθρώπου εξαιρετικά φλύαρου, ανόητου και κομπαστή· φαφλατάς. [παρλαπίπ(α) -ας].
-
οξαποδός, ο [oksapo’ðos]
οξαποδός, ο [oksapo’ðos]: (μτφ.) ο διάβολος. [(έ) οξ(ω) –απ(ό) –ο- (ε)δώ]. Και: https://ilialang.gr/εξαποδώ-ο-eksapoδo/ Και: https://ilialang.gr/οξαποδώ-ο-oksapodo/ Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
νυφιάτικος, ο [ni’fcatikos]
νυφιάτικος, ο [ni’fcatikos]: ο χορός της νύφης την ημέρα του γάμου: ‘Nυφιάτικος χορός’. [νύφ(η) -ιάτικος]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
μαλάθα, η [ma’laθa]
μαλάθα, η [ma’laθa]: κλειστή κοφίνα μέσα στην οποία αποθήκευαν το ψωμί. [μεταγν. μάλαθος ‘κάλαθος’ -α (Φ. Κουκουλ. στην Αθηνά 57, 212)]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
λώβα, η [‘lova]
λώβα, η [‘lova]: η ζημιά, η βλάβη. [αρχ. λώβ(η) μεταπλ. -α]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
κρυψώνας, ο [kri’psonas]
κρυψώνας, ο [kri’psonas]: μέρος στο σπίτι, κατάλληλο για να κρύψει κανείς κτ. ή για να κρυφτεί ο ίδιος. [κρυψ- (κρύβω) -ώνας και μεταπλ. σε αρσ. με βάση την αιτ.]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
κουρούνης, ο [ku’ruɲis]
κουρούνης, ο [ku’ruɲis]: κακομοίρης. [μσν. κουρούν(α) -ης]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
κουρούπα, η [ku’rupa]
κουρούπα, η [ku’rupa]: πήλινο δοχείο, πιθάρι: ‘Έβανε τις κουρούπες και τις γιόμιζε μ’ελιές’. [<ουσ. κουρούπι + κατάλ. α ή <ουσ. *κορύπη. Η λ. και διάφ. τ. και σήμ. ιδιωμ. Η λέξη προήλθε από της δυτ. συριακής αραμαϊκής γλώσσας gərōbā / gərābā ‘πήλινο δοχείο’]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
κουρελού, η [kure’lu]
κουρελού, η [kure’lu]: υφαντό στο οποίο ως υφάδι έχουν χρησιμοποιηθεί λεπτές λουρίδες διάφορων υφασμάτων και το οποίο χρησιμεύει ως πρόχειρο χαλί ή στρωσίδι. [κουρέλ(ι) -ής· κουρελ(ής) -ού].
-
κορνιαχτός, ο [korɲa’xtos]
κορνιαχτός, ο [korɲa’xtos]: μπουχός, σκόνη. [μσν. κουρνιαχτός < κορνιαχτός ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] ) < μσν. κορνιοκτός (ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ) *κορνιορτός (ανομ. του δεύτερου [r] ) < αρχ. κονιορτός (προληπτική ανάπτ. δεύτερου [r] )]. Και: https://ilialang.gr/κουρνιαχτός-ο-kurnaxtos/ Πηγή: https://www.antroni.gr/index.php/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
κλούβα, η [‘kluva]
κλούβα, η [‘kluva]: μεταλλική θήκη με σίτα στην οποία αποθήκευαν φαγώσιμα. [κλουβ(ί) μεγεθ. -α]. Πηγή: https://www.antroni.gr/index.php/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
κάτσος, ο [‘katsos]
κάτσος, ο [‘katsos]: ο γάτος. [κατσ(ί) -ος].
-
καρπέτα, η [ka’rpeta]
καρπέτα, η [ka’rpeta]: υφαντά που τα κρεμούσαν στους τοίχους. [γαλλ. carpett(e) -α < αγγλ. carpet· μεταπλ. σε ουδ. κατά το χαλί].
-
καραμάνικη, η [kara’maniki]
καραμάνικη, η [kara’maniki]: άσπρη προβατίνα με μαύρα σημάδια γύρω στα μάτια και με φαρδιά ουρά. [< καραμάνικ(ο) ‘ποικιλία προβάτου με κοντή, πλατιά ουρά’ -η]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
καθάριο, το [ka’θario]
καθάριο, το [ka’θario]: το σταρένιο ψωμί. [καθάριος, -α, -ο < ελνστ. καθάριος με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. (αρχ. καθάρειος)]. https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
ζουπακιάζω [zupa’cazo]
ζουπακιάζω [zupa’cazo]: πιέζω, χτυπάω. [ζουπ(ίζω) -ακιάζω].
-
ζουπάω [zu’pao]
ζουπάω [zu’pao]: α. πιέζω ασφυκτικά. β. χτυπάω. [ζουπ(ίζω) μεταπλ. -ώ με βάση το συνοπτ. θ. ζουπισ-]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
ζεματώ [zema’to]
ζεματώ [zema’to]: α. (μτφ.) χτυπάω κάποιον: ‘Κάτσε φρόνιμα γιατί θα σε ζεματίσω’. β. (στη Μ.Φ.) υποφέρω από το κατακράτημα ούρων ή γάλακτος: ‘Η γίδα ζεματίστηκε απ’ το πολύ γάλα’. [ζεματ(ίζω) μεταπλ. -ώ με βάση το συνοπτ. θ. ζεματισ-· μσν. ζεματίζω ‘βράζω΄ < ελνστ. ζεματ- (ζέμα) ‘βράσιμο΄ -ίζω].