Ετικέτα: ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ

  • βλογάει [vlo’γai]

    βλογάει (δε) [vlo’γai]: (εκφρ.) δεν υπάρχει (τίποτε). [μσν. βλογώ < ελνστ. εὐλογῶ με αποβ. του αρχικού άτ. φων.]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • βλαστημοκοπάου [vlastimoko’pau]

    βλαστημοκοπάου [vlastimoko’pau]: βλασφημάω [μσν. βλασθημώ (ανομ. τρόπου άρθρ. [sθ > st] ) -οκοπάου < ελνστ. βλασφημῶ, αρχ. σημ.: ‘μιλώ με ασέβεια για ιερά πράγματα΄ ( [f > θ] ;)].

  • βίγλα, η [‘viγla]

    βίγλα, η [‘viγla]: σκοπιά, παρατηρητήριο σε ψηλή θέση. [μσν. βίγλα < υστλατ. ρ. *viglare < λατ. vigilare ‘κάνω σκοπός΄, vigilia ‘φρουρά΄]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • βελάζω [ve’lazo]

    βελάζω [ve’lazo]: α. (για πρόβατα και κατσίκες) βγάζω φωνή. β. (μτφ.) φωνάζω από τον πόνο: ‘Βέλαξα από τον πόνο’ [μσν. βελάζω < ελνστ. ή αρχ. *βελ(ῶ) (πρβ. ελλην. διαλεκτ. νότιας Ιταλίας βελώ) μεταπλ. -άζω με βάση το συνοπτ. θ. βελασ- (ηχομιμ., προφ. [be-]), σύγκρ. αρχ. βληχή (προφ. [blε:]) για τη φωνή των προβάτων].

  • βαρέλα, η [va’rela]

    βαρέλα, η [va’rela]: ξύλινο μικρό βαρέλι για νερό [μσν. βαρέλι < ιταλ. (διαλεκτ.) varrili, varrile ( [i > e] ίσως εξαιτίας των υγρών [r, l] )· βαρέλ(ι) μεγεθ. -α].

  • αφόρεγο, το [a’foreγo]

    αφόρεγο, το [a’foreγo]: για ρούχο που δεν το έχουν φορέσει καθόλου, που δεν το έχουν χρησιμοποιήσει, που δεν είναι φορεμένο· καινούριος: ‘Μην το πετάς, είναι αφόρεγο’. [μσν. αφόρετος με τροπή τ σε γ < ελνστ. ἀφόρητος με τροπή του άτ. [ir > er] (σύγκρ. το μεταπλ. του συνοπτ. θ. αρχ. φορησ- > ελνστ. φορεσ-)]. Και: https://ilialang.gr/αφόρειο-το-aforʝo/ […]

  • αφόρμησε [a’formise]

    αφόρμησε [a’formise]: ερεθίστηκε η πληγή. [μσν. αφορμίζω ‘ερεθίζομαι’]. Και: https://ilialang.gr/αφορμίζω-αφόρμισε/ Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • αρταίνουμαι [a’rtenume]

    αρταίνουμε [a’rtenume]: παραβαίνω τη θρησκευτική νηστεία τρώγοντας απαγορευμένες τροφές: ‘Θα μεταλάβω και δεν αρταίνουμαι’ [μσν. αρτ(ώ) μεταπλ. -αίνω < αρχ. ἀρτ(ύω) ‘μαρινάρω κρέας΄ μεταπλ. -ώ με βάση το συνοπτ. θ. αρτυσ-]. Και: https://ilialang.gr/αρταίνομαι/ Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • άρτζι μπούρτζι [‘ardzi ‘burdzi]

    άρτζι μπούρτζι [‘ardzi ‘burdzi]: (επίρρ.) χωρίς τάξη ή λογική συνοχή, ανάκατα, φύρδην μίγδην  [παλ. σημ.: ‘κατάλυση των πάντων΄ < μσν. Aρτζιβούριν (από τα αρμεν.) ‘κατάλυση της νηστείας την Τετάρτη και Παρασκευή της εβδομάδας του Τελώνη και Φαρισαίου΄, με τροπή [v > b] και επανάλ. του [dz] στο δεύτερο μέρος της λ.· αποηχηροπ.: [dz > ts]]. Βλ. […]

  • ανεβατή, η [aneva’ti]

    ανεβατή, η [aneva’ti]: (μτφ.) η μπομπότα. [μσν. ανεβατός -ή < ελνστ. ἀναβατός ‘εύκολος να τον ανεβείς΄, κατά το αναβάζω > ανεβάζω]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • αντάρα, η [a’ndara]

    αντάρα, η [a’ndara]: το σκοτείνιασμα της ατμόσφαιρας από σύννεφα ομίχλης που προμηνύει φοβερή καταιγίδα και με επέκταση φοβερή κακοκαιρία ή δυνατός άνεμος. [μσν. αντάρα < *ανταρ(άσσω) -α (αναδρ. σχημ.) < αρχ. ἀναταράσσω ‘ανακατώνω, αναστατώνω΄ με ανομ. αποβ. του μεσαίου [a]]. https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • ανασκουμπώνομαι [anasku’mbonome]

    ανασκουμπώνομαι [anasku’mbonome]: (παθ., μτφ.) ετοιμάζομαι, συνήθ. δραστήρια, για να κάνω κτ.: ‘Aνασκουμπώνομαι για δουλειά’. [μσν. ανασκουμπώνω < ανασκομπώνω ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] και του χειλ. [mb] ) < ανακομπώνω (ανάπτ. -σ- ίσως από επίδρ. του ανασηκώνω) < ανακομπ(ώ) ‘σηκώνω το ρούχο μου, σηκώνω τα μανίκια΄ -ώνω < ανα- κόμπ(ος) -ώ]. […]

  • αναδεξιμιός, ο [anaðeksi’mɲos]

    αναδεξιμιός, -ά [anaðeksi’mɲos]: το βαφτιστήρι. [μσν. αναδεξιμαίος με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < αναδέξιμ(ος) -αίος ‘που με τη βάφτιση έχουμε αναλάβει την ευθύνη του΄ < αναδεξ- (αναδέχομαι) -ιμος· αναδεξιμι(ός) -ά]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • αμόνι, το [a’moni]

    αμόνι, το [a’moni]: σιδερένια βάση που πάνω της σφυρηλατούσαν για να διαμορφώσουν το καυτό σίδερο [μσν. αμόνι(ν) < ελνστ. ἀκμόνιον (αποβ. του [k] πριν από [m] ίσως ύστερα από ενδιάμεση τροπή σε [γ] ) υποκορ. του αρχ. ἄκμων]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • αλώνι, το [a’loni]

    αλώνι, το [a’loni]: α. επίπεδος και συνήθ. κυκλικός χώρος που χρησιμοποιούνταν για το αλώνισμα των σιτηρών. β. (μτφ.) το νέφος γύρω από το φεγγάρι. [μσν. αλώνι(ν) < ελνστ. ἁλώνιον υποκορ. του αρχ. ἅλως ἡ]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • αλιγδώνω [ali’γðono]

    αλιγδώνω [ali’γðono]: λιγδώνω [μσν. *λιγδώνω (πρβ. μσν. μππ. λιγδωμένος) < λίγδ(α) -ώνω < ελνστ. λίγδα + -‘ωνω ‘στάχτη, αλισίβα΄]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • αλέτρι, το [a’letri]

    αλέτρι, το [a’letri]: γεωργικό εργαλείο για το όργωμα της γης. [μσν. αλέτρι(ν) υποκορ. του ελνστ. ἄλετρ(ον) -ι(ο)ν (αρχ. ἄροτρον)]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • αλειτούργητος [ali’turγitos]

    αλειτούργητος, -η, -ο [ali’turγitos]: α. για κπ. που δεν πηγαίνει ή που δεν πήγε στην εκκλησία για να λειτουργηθεί, για να παρακολουθήσει τη Θεία Λειτουργία. β. για κπ. που δεν μπορούμε να εντοπίσουμε εύκολα [μσν. αλειτούργητος < α- λειτουργη- (λειτουργώ) -τος (διαφ. το αρχ. ἀλειτούργητος ‘ελεύθερος από την υποχρέωση λειτουργίας’)]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • αλεστικό, το [alesti’ko]

    αλεστικό, το [alesti’ko]: η αμοιβή του μυλωνά για το άλεσμα των δημητριακών. [μσν. αλέ(θω) -στικό]. (Κανελλακόπουλος].

  • αδράχτι, το [a’ðraxti]

    αδράχτι, το [a’ðraxti]: το επίμηκες κυλινδρικό ξύλο στο οποίο τυλίγεται το νήμα που παράγεται κατά το γνέσιμο του μαλλιού. [μσν. αδράχτι < αδράκτι (ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ) < ελνστ. ἀδράκτιον υποκορ. του ἄδρακτος < αρχ. ἄτρακτος]. Όπως και: https://ilialang.gr/δρούγα-η/ Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i