Ετικέτα: ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ

  • ζαβός [za’vos]

    ζαβός, -ή, -ό [za’vos]: (μτφ.) που είναι το αντίθετο από αυτό που επιθυμούμε· στραβός, στραβός κι ανάποδος, κακός: ‘Kόσμε ζαβέ!’ β. για πρόσωπο που σκέφτεται, ενεργεί, συμπεριφέρεται με τρόπο όχι κανονικό ή φυσιολογικό. α. ανόητος, βλάκας: ‘Eίναι λίγο ζαβό το κακόμοιρο’. [μσν. ζαβός ‘αγκύλος, στρεβλός, άμυαλος΄ < αραβ. zâwiyah ‘γωνία΄(;) (πρβ. μσν. ζαβιά ‘ανοησία΄)]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • ενί, το [e’ni]

    ενί, το [e’ni]: το υνί του αλετριού. [μσν. *υνίον < ελνστ. ὕν(ιον) -ίον υποκορ. του ελνστ. ὕνις ἡ]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • δυναμάρι, το [ðina’mari]

    δυναμάρι, το [ðina’mari]: στήριγμα, υποστήριγμα [μσν. δυναμάρι(ν) < δύναμ(η) -άρι απόδ. ιταλ. fortezza]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • δυχατέρα, η [ðixa’tera]

    δυχατέρα, η [ðixa’tera]: θυγατέρα. [μσν. θυγατέρα με τροπή θ σε δ και γ σε χ]. Και: https://ilialang.gr/θυγατέρα-η-θiγatera/ Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • δώθε [‘ðoθe]

    δώθε [‘ðoθe]: (επιρρ.) από εδώ. [μσν. δώθε < μσν. εδώθε με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < εδώ -θε]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • δρεπάνι, το [ðre’pani]

    δρεπάνι, το [ðre’pani]: γεωργικό εργαλείο που αποτελείται από μία κοντή ξύλινη λαβή, όπου είναι προσαρμοσμένη μία στενή και ημικυκλική ατσάλινη λεπίδα, και που το χρησιμοποιούν, κρατώντας το με το ένα χέρι, για να κόβουν δημητριακά ή χόρτα. [μσν. δρεπάνι(ν) < ελνστ. δρεπάνιον υποκορ. του αρχ. δρέπανον]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i  

  • δίστρατο, το [‘ðistrato]

    δίστρατο, το [‘ðistrato]: το σημείο όπου διχάζεται ένας δρόμος ή όπου συναντιούνται δύο δρόμοι. [μσν. δίστρατον < δι- + στράτ(α) -ον]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • δόλιος [‘ðoʎos]

    δόλιος, -α, -ο [‘ðoʎos]: όταν αναφερόμαστε σε κπ. που βασανίζεται ή ταλαιπωρείται, και για να εκφράσουμε τον οίκτο ή τη συμπάθειά μας· κακομοίρης, καημένος, ταλαίπωρος [μσν. δόλιος (στη σημερ. σημ.) < αρχ. δόλιος  με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i Και: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • δοντάγρα, η [ðo’daγra]

    δοντάγρα, η [ðo’daγra]: οδοντιατρικό εργαλείο, είδος τανάλιας, που χρησιμοποιείται για την εξαγωγή των χαλασμένων δοντιών· οδοντάγρα. [μσν. δοντάγρα < αρχ. ὀδοντάγρα με αποβ. του αρχικού άτ. φων.].

  • δικολάβος, ο [ðiko’lavos]

    δικολάβος, ο [ðiko’lavos]: πρακτικός δικηγόρος που ασκούσε το επάγγελμά του μόνο στα κατώτερα δικαστήρια. [λόγ. < μσν. δικολάβος ‘που αναλαμβάνει διεξαγωγή δίκης΄ < δίκ(η) -ο- + -λάβος (θ. συγγ. του ρ. λαμβάνω) κατά το εργολάβος]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • δικριάνι, το [ði’krʝani]

    δικριάνι, το [ði’krʝani]: διχαλωτό γεωργικό εργαλείο, κατάλληλο για το λίχνισμα των σιτηρών. ΦΡ περνώ από τα καυδιανά* δίκρανα. [μσν. δικράνιν υποκορ. του δίκραν(ον) -ι(ο)ν· ελνστ. δίκρανον (αρχ. δίκρανος ‘δικέφαλος΄)]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • διακονιαραίος, ο [ðjakoɲa’reos]

    διακονιαραίος, ο [ðjakoɲa’reos]: αυτός που ζητάει από τον κόσμο μια μικρή βοήθεια, μια ελεημοσύνη για να ζήσει· ζητιάνος: [μσν. διακονιάρης < διακονι(ά) -άρης· διακονιάρ(ης) -αίος <ουσ. διακονία + κατάλ. άρης]. Και: https://ilialang.gr/διακονιάρης-ο/ Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • διάλεμα, το [‘ðjalema]

    διάλεμα, το [‘ðjalema]: το ξεχώρισμα [μσν. διάλεγμα < διαλεκ- (διαλέγω) -μα με αφομ. ηχηρ. [km > γm] ].

  • δημοσά, η [ðimo’sa]

    δημοσά, η [ðimo’sa]: δημόσιος (αμαξιτός) δρόμος, συνήθ. έξω από κατοικημένη περιοχή: ‘Κατέβηκαν τη δημοσά’ [μσν. δημοσία (ενν. οδός) με συνίζ. για αποφυγή της χασμ., ουσιαστικοπ. θηλ. του αρχ. επιθ. δημόσιος]. Και: https://ilialang.gr/δεμοσιά-η/

  • διάβα, το [‘ðjava]

    διάβα, το [‘ðjava]: το πέρασμα [μσν. διάβα(ν) ουσιαστικοπ. προστ. του ρ. διαβαίνω]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • δαύτος [‘ðaftos]

    δαύτος, -η, -ο [‘ðaftos]: (αντων. προσ.) αυτός εδώ: ‘Tι περιμένεις από δαύτον;’ [μσν. δαύτος < εδαύτος με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < έδ(ε) ‘να!΄ (< αρχ. ἴδε) + αύτος (συμφυρ. αρχ. αὐτός + αρχ. οyτος)]. Και: https://ilialang.gr/εδαύτος/

  • δεματιάζω [ðema’tçazo]

    δεματιάζω [ðema’tçazo]: κάνω δεμάτια, δένω σε δεμάτια: ‘Δεματιάσαμε τα ξύλα’. [μσν. δεματιάζω < δεμάτ(ι) -ιάζω]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i Και: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • δεμοσιά, η [ðemo’sça]

    δεμοσιά, η [ðemo’sça]: δημόσιος δρόμος. [μσν. δημοσία (ενν. οδός) με συνίζ. για αποφυγή της χασμ., ουσιαστικοπ. θηλ. του αρχ. επιθ. δημόσιος]. Και: https://ilialang.gr/δημοσιά-η-δimosxa/ Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • δέντρο, το [‘ðendro]

    δέντρο, το [‘ðendro]: η βελανιδιά. [μσν. δέντρο(ν) < αρχ. δένδρον]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • γρίβας, ο [‘γrivas]

    γρίβας, ο [‘γrivas]: το ψαρί άλογο. [μσν. γρίβας ίσως < γοτθικό *grêwa ‘γκρίζος΄ -ς]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i