Ετικέτα: ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ

  • ματα- [mata]

    ματα- [mata]: πρόθημα σε σύνθετα ρήματα το οποίο δηλώνει επανάληψη της ενέργειας που εκφράζει το ρήμα που υπάρχει ως β’ συνθετικό· (πρβ. ξανα-): ματαλέω, ματαπηγαίνω. [μσν. ματα- < αρχ. μετα- με υποχωρ. αφομ. [e-a > a-a] : μσν. ματα-γεννούμαι].

  • μάνταλο, το [‘mandalo]

    μάνταλο, το [‘mandalo]: ξύλινο ή μεταλλικό εξάρτημα που το χρησιμοποιούν για να κλείνουν με ασφάλεια τις πόρτες, ιδίως τις εξωτερικές, ή τα παράθυρα· (πρβ. σύρτης): ‘Τράβηξε το μάνταλο καθώς φεύγεις’. [μσν. μάνταλο < μάνταλος μεταπλ. σε ουδ. με βάση την αιτ.· μσν. μάνταλος < ελνστ. μάνδαλος (προφ. [nd] )]. Και: https://ilialang.gr/σύρτης-ο/ Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • μαντρί, το [ma’dri]

    μαντρί, το [ma’dri]: περιφραγμένος χώρος που χρησιμοποιείται για φύλαξη ζώων, ιδίως αιγοπροβάτων, κατά τη διάρκεια της νύχτας· στάνη. [μσν. μαντρί < μανδρίον (προφ. [nd] ) υποκορ. του αρχ. μάνδρ(α)]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • μαλαματένιος [malama’teɲos]

    μαλαματένιος, -α, -ο [malama’teɲos]: κατασκευασμένος από χρυσό: ‘Mαλαματένια πράματα’ (χρυσά κοσμήματα). [μσν. μαλαματένιος < μαλαγματένιος με αφομ. [γm > mm] και απλοπ. του διπλού συμφ. [mm > m] < μαλαγματ- (μάλαγμα δες στο μάλαμα) -ένιος].

  • μάζωξη, η [‘mazoksi]

    μάζωξη, η [‘mazoksi]: η συγκέντρωση, η συνάθροιση. [μσν. μάζωξις < μαζωκ- (μαζώνω) -σις > -ση].

  • μαγκάνι, το [maŋ’gani]

    μαγκάνι, το [maŋ’gani]: απλό μηχάνημα που λειτουργεί με τη δύναμη του ανθρώπου ή ζώων και χρησιμοποιείται για μετακίνηση ή σύσφιξη αντικειμένων: ‘Έβγαλε με το μαγκάνι νερό από το πηγάδι’. (πρβ. μέγκενη). [μσν. *μαγγάνι(ον) υποκορ. του ελνστ. μάγγαν(ον) -ιον (ορθογρ. απλοπ.)· ελνστ. μάγγανον· μάγκαν(ο) μεγεθ. -ος].

  • λυγιά, η [li’ʝa]

    λυγιά, η [li’ʝa]: θαμνώδες φυτό με λεπτά και ευλύγιστα κλαδιά. [μσν. λυγαρέα με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < *λυγάρ(ι) (όν. καρπού) -έα > -ιά υποκορ. του αρχ. λυγός ἡ (ελνστ. ὁ) -άρι(ον)].

  • λουφάζω [lu’fazo]

    λουφάζω [lu’fazo]: μένω ακίνητος και σιωπηλός σε μια θέση, προσπαθώ να μη γίνω αντιληπτός, να μείνω απαρατήρητος συνήθ. από φόβο: ‘Tου ΄βαλα τις φωνές και λούφαξε’. [μσν. λωφάζω ( [o > u] από επίδρ. του [l] ) < αρχ. λωφ(ῶ) ‘ξεκουράζομαι, χαλαρώνω΄ μεταπλ. -άζω].

  • λουρί, το [lu’ri]

    λουρί, το [lu’ri]: α. ζώνη, ζωστήρας: ‘Δέρνει το παιδί του με το λουρί’. β. (μτφ.) στην έκφραση: ‘Έγινε λουρί’ (αδυνάτισε). [μσν. λουρίν < λωρί(ο)ν ( [o > u] από επίδρ. του [l] ) υποκορ. του ελνστ. λῶρ(ος) -ίον < λατ. lorum]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • λιμπίζομαι [lim’bizome]

    λιμπίζομαι [lim’bizome]: νιώθω μεγάλη επιθυμία, λαχταρώ: ‘Είδα κάτι φρούτα και τα λιμπίστηκα’. [μσν. λιμβίζομαι (προφ. [mb] ) < ελνστ. λιμβ(ός) ( [mb] ) ‘λαίμαργος΄ -ίζω, -ομαι]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • λιμάζω [li’mazo]

    λιμάζω [li’mazo]: κατέχομαι από μεγάλη και ακόρεστη πείνα ή λαιμαργία: ‘Δε χορταίνει με τίποτε, έχει λιμάσει!’ [μσν. λιμάζω < αρχ. λιμ(ός) -άζω (πρβ. ελνστ. λιμώσσω, ίδ. σημ.) <αρχ. λιμώσσω]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • λίμα, η [‘lima]

    λίμα, η [‘lima]: η μεγάλη πείνα, η λαιμαργία: ‘Έχω μια λίμα!’ [μσν. λίμα < λιμ(άζω) -α (αναδρ. σχημ.)].

  • λιακωτό, το [ʎako’to]

    λιακωτό, το [ʎako’to]: μεγάλη βεράντα, συνήθ. κλεισμένη με τζαμαρία, σε χωριάτικα και νησιώτικα σπίτια. [μσν. ηλιακ(όν) (< ήλι(ος) -ακόν, ουδ. του -ακός) -ωτό με αποβ. του αρχικού άτ. φων.]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • λειψή, η [li’psi]

    λειψή, η [li’psi]: αραποσιτένιο ψωμί χωρίς προζύμι, ή μπομπότα. [μσν. λειψ(ός) – ή]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • λαρδί, το [la’rðí]

    λαρδί, το [la’rðí]: λίπος, κυρίως χοιρινό, που διατηρείται και καταναλώνεται παστό ή καπνιστό. [μσν. λαρδί(ο)ν, υποκορ. του ελνστ. λάρδ(ος) (< λατ. lard(um) -ος ‘αλατισμένο κρέας΄) -ίον]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • λαναρίζω [lana’rizo]

    λαναρίζω [lana’rizo]: κατεργάζομαι το μαλλί. [λανάρ(ι) –ίζω < μσν. λανάρι(ον)].

  • κουφάλα, η [ku’fala]

    κουφάλα, η [ku’fala]: το κούφιο μέρος ενός δοντιού που έχει πάθει τερηδόνα. [μσν. κουφάλα < κούφ(ος, δες κούφιος) -άλα].

  • κουρούνης, ο [ku’ruɲis]

    κουρούνης, ο [ku’ruɲis]: κακομοίρης. [μσν. κουρούν(α) -ης]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • κουρνιαχτός, ο [kurɲa’xtos]

    κουρνιαχτός, ο [kurɲa’xtοs]: σκόνη σε μεγάλη ποσότητα, που αιωρείται: ‘Kατακάθισε ο κουρνιαχτός. [μσν. κουρνιαχτός < κορνιαχτός ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] ) < μσν. κορνιοκτός (ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ) *κορνιορτός (ανομ. του δεύτερου [r] ) < αρχ. κονιορτός (προληπτική ανάπτ. δεύτερου [r] )]. Και: https://ilialang.gr/κορνιαχτός-ο/

  • κορνιαχτός, ο [korɲa’xtos]

    κορνιαχτός, ο [korɲa’xtos]: μπουχός, σκόνη. [μσν. κουρνιαχτός < κορνιαχτός ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] ) < μσν. κορνιοκτός (ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ) *κορνιορτός (ανομ. του δεύτερου [r] ) < αρχ. κονιορτός (προληπτική ανάπτ. δεύτερου [r] )]. Και: https://ilialang.gr/κουρνιαχτός-ο-kurnaxtos/ Πηγή: https://www.antroni.gr/index.php/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o