Ετικέτα: ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ

  • φιλεύω [fi’levo]

    φιλεύω [fi’levo]: α. προσφέρω σε κπ. κτ. ως κέρασμα. β. προσφέρω σε κπ. με φιλική διάθεση φαγώσιμα ή ποτά, κάνω το τραπέζι σε κπ. [μσν. *φιλεύω (πρβ. μσν. φιλεύγω) < φίλ(ος) -εύω].

  • τυλιγάδι, το [tili’γaði]

    τυλιγάδι, το [tili’γaði]: ξύλινο όργανο όπου οι υφάντριες τυλίγουν το νήμα σε κουβάρια, καθώς αυτό ξετυλίγεται από το αδράχτι. [μσν. τυλιγάδιον < τυλίγ(ω) -άδιον > -άδι]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • τσουρλώνω [tsu’rlono]

    τσουρλώνω [tsu’rlono]: σουφρώνω: ‘Τσούρλωσε τα χείλα’ (έσφιξε τα χείλη). [ίσως από το ρ. στυλώνω ‘στήνω όρθια’]. Και: https://ilialang.gr/τσουλώνω/

  • τσαμπουνάω [tsabu’nao]

    τσαμπουνάω [tsabu’nao]: μιλώ πολύ και ανόητα: ‘Τι μου τσαμπουνάς τώρα;’. [μσν. τσαμπουν(ίζω) μεταπλ. -άω με βάση το συνοπτ. θ. τσαμπουνισ- < τσαμπούν(α) -ίζω]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • τροΰρω [tro’iro]

    τροΰρω [tro’iro]: τριγύρω [μσν. τριγύρω < τρι- + γύρω]. Και: https://ilialang.gr/τρογύρω-troγiro/ Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • τρεμοκουρκίζω [tremoku’rkizo]

    τρεμοκουρκίζω [tremoku’rkizo]: κρυώνω, τρέμω από το πολύ κρύο < τρέμ(ω) –ο- μσν. τουρτουρίζω < ελνστ. ταρταρίζω ( [a > u] από επίδρ. του [r] ) < Τάρταρος]. Και: https://ilialang.gr/τρεμοκουκουρίζω-tremokukurizo/ Και: https://ilialang.gr/τρεμοκουκουρίζω/ Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o  

  • σφάλαγγας, ο [‘sfalaŋgas]

    σφάλαγγας, ο [‘sfalaŋgas]: είδος δηλητηριώδους αράχνης. [μσν. σφαλάγγι < αρχ. φαλάγγιον (ανάπτ. προτακτ. [s]]. Και: https://ilialang.gr/σφαλάγκι-το/ Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • στερνό, το [ste’rno]

    στερνό, το [ste’rno]: τα τελευταία χρόνια κάποιου: ‘Στο στερνό του έγινε άλλος άνθρωπος’. [< στερνός -ή -ό < μσν. υστερνός με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < υστερινός (συγκ. του άτ. [i] ) < αρχ. ὕστερ(ος) -ινός]. Και: https://ilialang.gr/στερνή-η/

  • σπολλάτη [spo’lati]

    σπολλάτη [spo’lati] επιφ.: συνήθ. ειρωνικά, ευχαριστώ, μπράβο, πάλι καλά! [μσν. *σπολλάτη (πρβ. μσν. πολλάτη) < φρ. εις πολλά έτη με αποβ. του αρχικού άτ. φων. και αποφυγή της χασμ. (σύγκρ. στο, δες στο σε)].

  • σπυρί, το [spi’ri]

    σπυρί, το [spi’ri]: κόκκος, κυρίως των δημητριακών: ‘Ένα σπυρί καφέ’. [μσν. σπυρί < ελνστ. *σπυρίον υποκορ. του αρχ. σπυρός, πυρός ‘κόκκος σταριού΄ (σχήμα κατεξοχήν)].

  • σούφρα, η [‘sufra]

    σούφρα, η [‘sufra]: α. πτυχή ή πτύχωση. β. ασθένεια μωρών κατά την οποία το δέρμα τους κιτρινίζει [μσν. σούφρα ίσως < υστλατ. *sup(p)la ‘γονυκλισία΄ < λατ. supplicare ‘ικετεύω΄]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • σουγλί, το [su’γli]

    σουγλί, το [su’γli]: σουβλί. Εργαλείο μυτερό του τσαγκάρη για το πέρασμα της κλωστής στο δέρμα (πετσί). [< μσν. σουγλί(ο)ν < σουβλί(ο)ν με τροπή [v > γ] πριν από [l] ].

  • σούγλα, η [‘suγla]

    σούγλα, η [‘suγla]: η σούβλα [μσν. σουγλί(ο)ν < σουβλί(ο)ν με τροπή [v > γ] πριν από [l] ].

  • σιάζω [‘sçazo]

    σιάζω [‘sçazo]: α. ευθυγραμμίζω ή ισιώνω. β. κατευθύνομαι κάπου. γ. τακτοποιώ, διευθετώ, φτιάχνω κάτι, σουλουπώνω. δ. βελτιώνω, καλυτερεύω. στ. απειλώ. [μσν. ισιάζω < ίσι(ος) -άζω]. Και: https://ilialang.gr/σάζω-sazo/ Και: https://ilialang.gr/ισιάζω-iscazo/

  • σάματι [‘samati]

    σάματι [‘samati]: (επιρρ.) α. διστακτικό· μήπως, σάμπως. β. σαν δήθεν. [μσν. *ως + άματι (< φρ. άμα ότι ‘αμέσως όταν΄ με αποφυγή της χασμ.) με αποβ. του αρχικού άτ. φων.· προσθήκη του -ς αναλ. προς άλλα επιρρ. σε -ς: χτες, τότες, ίσως]. Και: https://ilialang.gr/σάματις/ Και: https://ilialang.gr/σάμπως/

  • σαΐτα, η [sa’ita]

    σαΐτα, η [sa’ita]: α. είδος μικρού ευκίνητου φιδιού. β. εξάρτημα του αργαλειού, με το οποίο περνούν το υφάδι μέσα από τις κλωστές του στημονιού καθώς και το αντίστοιχο εξάρτημα της ραπτομηχανής. [μσν. σαΐτα < σαγίτα με αποβ. του μεσοφ. [j] ]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • ρουπάκι, το [ru’paki]

    ρουπάκι, το [ru’paki]: ονομασία ειδών δρυός. [μσν. ή ελνστ. ῥωπάκιον υποκορ. ελνστ. ῥῶπαξ (αρχ. ῥώψ) ‘πυκνός θάμνος΄ ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [p] )].

  • πυροστιά, η [piro’stia]

    πυροστιά, η [piro’stia]: α. μεταλλικός τρίποδας, τριγωνικός ή κυκλικός, που τον βάζουν επάνω από τη φωτιά για να στηρίξουν την κατσαρόλα, το τηγάνι κτλ. β. χώρος του σπιτιού ειδικά διαμορφωμένος για το άναμμα της φωτιάς· (πρβ. τζάκι). [μσν. πυροστία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < πυρεστία ( [e > o] κατά τα άλλα σύνθ.) […]

  • πουλάρι, το [pu’lari]

    πουλάρι, το [pu’lari]: το μικρό αλογάκι, γαϊδουράκι, μουλάρι. [μσν. πουλάρι(ν) < πωλάρι(ν) ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [p] και του [l] ) < αρχ. πωλάριον υποκορ. του πῶλος]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • πλοχεριά, η [ploçe’rʝa]

    πλοχεριά, η [ploçe’rʝa]: μια χούφτα τρόφιμα. [μσν. (α) πλοχεριά < απλοχέρ(ης) -ιά]. Και: https://ilialang.gr/απλοχεριά-η/