Ετικέτα: ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ
-
δαυλί, το [ða’vli]
δαυλί, το [ða’vli]: α. αναμμένο ή μισοκαμένο κομμάτι ξύλου, από αυτά που χρησιμοποιούσαν για θέρμανση ή για μαγείρεμα. β. (μτφ.) μεθάω: ‘Έγινα δαυλί από το κρασί’. [μσν. *δαυλί(ο)ν < υποκορ. του δαυλ(ός) -ί(ο)ν]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
δαμάλι, το [ða’mali]
δαμάλι, το [ða’mali]: νεαρός ταύρος. [μσν. δαμάλιν < ελνστ. δαμάλιον υποκορ. του αρχ. δάμαλις ή του αρχ. δαμάλη]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
γούρνα, η [‘γurna]
γούρνα, η [‘γurna]: η μικρή στέρνα (πέτρινη) νερού από όπου πίνουν νερό τα ζώα. [μσν. γούρνα < *γόρν(η) μεταπλ. -α ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [γ] ή του [r] ) < ελνστ. γρώνη ‘τρύπα, βαθούλωμα΄ με μετάθ. του [r] ]. Όπως και: https://ilialang.gr/στέρνα-η/ Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
γουρλώνω [γu’rlono]
γουρλώνω [γu’rlono]: (μτφ.) πεινάω υπερβολικά. [μσν. *γουρλώνω (πρβ. μσν. γουρλομάτης) < *γρουλώνω (μετακ. του [r] ) < γρυλώνω ( [i > u] από επίδρ. του υπερ. [γ] ή του [r] ) < ελνστ. γρύλλ(ος) ‘κωμική ζωγραφική φιγούρα΄ -ώνω].
-
γλιστρίδα, η [γli’striða]
γλιστρίδα, η [γli’striða]: α. είδος αγριόχορτου. β. (μτφ.) ‘Έφαγες γλιστρίδα’ για κάποιον που μιλάει ακατάπαυστα. γ. σκουληκαντέρα. [γλίστρ(α) -ίδα (πρβ. μσν. γλιστρίδα ΄είδος σκουληκιού΄]. Όπως και: https://ilialang.gr/γλιστριά-ή-γλιστρίδα-η-η-σκουληκαντέρ/
-
γκαρίζω [ga’rizo]
γκαρίζω [ga’rizo]: α. (για γάιδαρο) βγάζω φωνή. β. (μτφ., οικ.) για άνθρωπο, φωνάζω δυνατά, κακόηχα και ενοχλητικά ή τραγουδώ δυνατά και παράφωνα [μσν. γκαρίζω < ελνστ. ὀγκαρίζω με αποβ. του αρχικού άτ. φων., ίσως αντδ. < λατ. oncare < αρχ. ὀγκῶμαι]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
γιοματάρι, το [ʝoma’tari]
γιοματάρι, το [ʝoma’tari]: το καινούριο κρασί από βαρέλι που μόλις ανοίχτηκε και με επέκταση το ίδιο το βαρέλι: ‘Bάλε μας από το γιοματάρι’. [μσν. γιοματάριν < υποκορ. ουδ. επιθ. γιομάτ(ο) -άρι(ον), ίσως από τη σημ.: ‘γεμάτο βαρέλι΄]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
βουτσί, το [vu’tsi]
βουτσί, το [vu’tsi]: α. μικρό βαρελάκι. β. (μτφ.) ο κοντός και χονδρός άνθρωπος. [μσν. βουτσί(ον) < βουτί(ο)ν (ισχυροπ. της άρθρ. [ti > tsi] ) υποκορ. του ελνστ. βούτις < υστλατ. buttis].
-
βουτσέλι, το [vu’tseli]
βουτσέλι, το [vu’tseli]: α. μικρό βαρέλι. β. (μτφ.) παιδί χωρίς τρόπους. [βουτσ(ί) -έλι].