Ετικέτα: ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ

  • ρόγα, η [‘roγa]

    ρόγα, η [‘roγa]: η αμοιβή που δίνεται σε κτηνοτρόφο για τη φύλαξη και τη βοσκή ζώων, για ορισμένη περίοδο. [μσν. ρόγα ‘ελεημοσύνη, απλοχεριά’ < ρογ(εύω) ‘διανέμω’ -α (αναδρ. σχημ.) < λατ. erog(o) ‘πληρώνω’ -εύω με αποβ. του αρχικού άτ. φων.].

  • ρημάδι, το [ri’maði]

    ρημάδι, το [ri’maði]: ερείπιο (και μτφ για άνθρωπο). [μσν. ρημάδι < ερημάδιν με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < *ερημάδιον υποκορ. του ελνστ. ἐρημάς, αιτ. -άδα παράλλ. τ. θηλ. του επιθ. ἔρημος].

  • ρέγουλα, η [‘reγula]

    ρέγουλα, η [‘reγula]: ομαλός και κανονικός ρυθμός κατά την εκτέλεση πράξης, ενέργειας κτλ.: ‘Έπιναν το κρασί τους αργά αργά και με ρέγουλα’. [μσν. ρέγουλα < παλ. ιταλ. regula]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • πύρα, η [‘pira]

    πύρα, η [‘pira]: θερμότητα που προέρχεται από ακτινοβολία: ‘Πήρα την πύρα μου’. [μσν. πύρα < πυρ(ώνω) -α (αναδρ. σχημ.)].

  • προσφάι, το [pro’sfai]

    προσφάι, το [pro’sfai]: συνοδευτικό στο κυρίως φαγητό. [μσν. προσφάγι < ελνστ. προσφάγιον και αποβ. του μεσοφ. [j] (διαφ. το αρχ. προσφάγιον ‘ζώο θυσιασμένο από πριν΄)]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • πουγκί, το [pu’ngi]

    πουγκί, το [pu’ngi]: το πορτοφόλι. [μσν. πουγγί < πουγγί(ο)ν υποκορ. του μσνλατ. *punga (από τα παλ. γερμ.) (ορθογρ. απλοπ.)].

  • πλανεύω [pla’nevo]

    πλανεύω [pla’nevo]: παραπλανώ, εξαπατώ, παρασύρω, ξελογιάζω κπ. με ενέργειες ή με λόγια (συνήθ. υποσχέσεις, κολακείες κτλ.). [μσν. πλανεύω < πλάν(η) -εύω].

  • πετσώνω [pe’tsono]

    πετσώνω [pe’tsono]: α. χτυπάω κάποιον άσχημα. β. τρώω χορταστικά: ‘Την πέτσωσα σήμερα’ (την έκανα ταράτσα). γ. καλύπτω τρύπες σε κατασκευή. [μσν. πετσώνω < πετσ(ί) -ώνω]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • πελεκούδι, το [pele’kuði]

    πελεκούδι, το [pele’kuði]: κομμάτι από το πελέκημα ξύλου. [μσν. πελεκούδ(α) ‘κομμάτι πέτρας’ υποκορ. -ι < πελεκ(ώ) -ούδα].

  • πάτερο, το [‘patero]

    πάτερο, το [‘patero]: μεγάλο χοντρό ξύλο που υποβαστάζει την σκεπή κτιρίου. [μσν. πατερόν < πάτ(ος) -ερόν (μετακ. του τόνου;)]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o, Όπως και: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • παλουκαριά, η [paluka’rʝa]

    παλουκαριά, η [paluka’rʝa]: φράκτης από παλούκια, σχιζάρια. [μσν. παλούκι(ν) -αριά < *παλούκιον < υστλατ. *paluceus κατά τα υποκορ. σε -ιον < λατ. pal(us) υποκορ. -uceus]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • οχτρός, ο [o’xtros]

    οχτρός, ο [o’xtros]: ο εχθρός. [μσν. οχτρός < οχθρός με ανομ. τρόπου άρθρ. [xθ > xt] < αρχ. ἐχθρός με υποχωρ. αφομ. [e-o > o-o] ]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf Όπως και: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • ουλούθε [u’luθe]

    ουλούθε [u’luθe]: (επιρρ.) παντού. [μσν. ολούθεν < όλ(ος) -θεν (δες στο -θε) κατά το πούθεν > πούθε]. Και: https://ilialang.gr/ολούθε-oluθe-επίρρ/

  • νοματαίοι, οι [noma’tei]

    νοματαίοι, οι [noma’tei]: άνθρωποι, άτομα: ‘Στο σπίτι μαζόχτηκαν πολλοί νοματαίοι’. [μσν. ονομάτοι με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < ελνστ. ὀνόματα, τά ‘ονόματα ανθρώπων, άνθρωποι΄ νέα ονομ. οι ονομάτοι με βάση τον κοινό τύπο της γεν. των ονομάτων· νομάτ(οι) -αίοι]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o,  Όπως και: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • μπροστέλα, η [bro’stela]

    μπροστέλα, η [bro’stela]: η ποδιά της νοικοκυράς. [μσν. μπροστέλα < εμπροστέλα με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < εμπροστ(ά) -έλα (ιταλ. υποκορ. επίθημα) ή < σλαβ. *prestela (πρβ. βουλγ. prestilka ‘ποδιά’) παρετυμ. μπροστά· παρετυμ. μπροστινός]. Όπως και: https://ilialang.gr/μπροστομούνι-το-brostomuɲi/ Και: https://ilialang.gr/μπροστομούνα-η-brostomuna/

  • μπούλμπερη, η [‘bulberi]

    μπούλμπερη, η [‘bulberi]: σκόνη. ‘Έγιναν όλα στάχτη και μπούλμπερη’. [μσν. πούλβερ(ις) -η < ιταλ. polver(e) -η κατά το σκόνη ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [p] και του [l] )].

  • μπασιά, η [ba’sça]

    μπασιά, η [ba’sça]: το πέρασμα, η είσοδος. [μσν. εμπασιά, μπασία < εμπασία με αποβ. του αρχικού άτ. φων. και συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < ελνστ. ἔμβασ(ις) (προφ. [mb] ) ‘χώρος εισόδου’, αρχ. σημ.: ‘σημείο πατήματος’ -ία].

  • μουτσούνα, η [mu’tsuna]

    μουτσούνα, η [mu’tsuna]: το πρόσωπο, η φάτσα. [μσν. *μουτσούνα (πρβ. μσν. μούτσουνον, χονδρομουτσούνα) < μσν. μουσούνα ( [t > ts] ) < ιταλ. (νότ. διάλ;) musone ‘που κάνει γκριμάτσες για να δείξει δυσαρέσκεια’ ( [o > u] από κλειστή προφ. του [o] στα ιταλ.) θηλ. κατά το φάτσα· μουτσούν(α) -άρα].

  • μολογάω [molo’γao]

    μολογάω [molo’γao]: α. λέω, διηγούμαι κτ. β. ομολογώ. [μσν. μολογώ < ελνστ. ὁμολογῶ ‘εξομολογούμαι τις αμαρτίες μου΄, αρχ. σημ. ‘συμφωνώ, λέω τα ίδια πράγματα΄]. Όπως και: https://ilialang.gr/μολογώ-moloγo/

  • μερτικό, το [merti’ko]

    μερτικό, το [merti’ko]: το μερίδιο. [μσν. μερτικόν ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. μεριτικός (με συγκ. του άτ. [i] ύστερα από [r] ) < μερίτ(ης < μέρ(ος) -ίτης) ‘μέτοχος΄ -ικός· μσν. μερδικόν < μερτικόν με επίδρ. του μερίδιν (< μερίδιον)]. Όπως και: https://ilialang.gr/μερδικό/ Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf