Ετικέτα: ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ
-
χαψιά, η [xa’pça]
χαψιά, η [xa’pça]: η μπουκιά, όσο φαγητό χωράει το στόμα [μσν. χάπτω με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] < αρχ. κάπτω ‘καταπίνω με βουλιμία΄ ( [k > x] ;)· μεταπλ. χά(φτω) -βω με βάση το συνοπτ. θ. χαψ- κατά το σχ.: κλεψ- (έκλεψα) – κλέβω].
-
χάσκω [‘xasko]
χάσκω [‘xasko]: α. έχω ανοικτό το στόμα. β. λέω ασυναρτησίες. γ. γελάω χωρίς λόγο. δ. πεινάω. [μσν. χάπτω με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] < αρχ. κάπτω ‘καταπίνω με βουλιμία΄ ( [k > x] ;)· μεταπλ. χά(φτω) -βω με βάση το συνοπτ. θ. χαψ- κατά το σχ.: κλεψ- (έκλεψα) – κλέβω].
-
χάρβαλο, το [‘xarvalo]
χάρβαλο, το [‘xarvalo]: α. το χαλασμένο εργαλείο, κτίσμα. β. (μτφ.) για άνθρωπο πολύ γερασμένο και εξαντλημένο: ‘΄Χάρβαλο κατάντησε ο γέρος. [μσν. χάρβαλον ίσως < *χάραβλον (με μετάθ. του φων. από επίδρ. του [r] ) < *χάλαβρον (αντιμετάθ. των υγρών [l-r > r-l] ) < αρχ. *χαλαβρός (τ. παράλλ. του αρχ. χαλαρός)]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
χάμου [‘xamu]
χάμου [‘xamu]: κάτω, καταγής [μσν. χάμω < αρχ. χαμαί με μετακ. τόνου και αλλ. -αι > -ω αναλ. προς τα κάτω, πάνω· χάμου: αλλ. -ω > -ουαναλ. προς τα πού, κάπου, αυτού].
-
χαλιάς, ο [xa’ʎas]
χαλιάς, ο [xa’ʎas]: ο τόπος που έχει πολύ χαλίκι, η ποταμιά. [χαλ(ίκι) -ιας < μσν. χαλίκι(ν) < *χαλίκιον υποκορ. του αρχ. χάλιξ, ὁ, ἡ].
-
φελί, το [fe’li]
φελί, το [fe’li]: μεγάλο κομμάτι από τεμαχισμένο είδος, (φελί πίττας). [μσν. *οφελλίον με αποβ. του αρχικού άτ. φων. από συμπροφ. με το άρθρο και αποφυγή της χασμ. (ορθογρ. απλοπ.) < μσν. οφέλλ(ιον) -ίον < υποκορ. του λατ. of(f)ella· τροπή [e > i] αναλ. προς άλλες λ. με παρόμοια εναλλ.]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
τσιγουρίζω [tsiγu’rizo]
τσιγουρίζω [tsiγu’rizo]: κάνω κάποιον να υποφέρει. [μσν. τσιγαρίζω < βεν. cigar < ιταλ. zigare < ηχομιμ. λέξη].
-
τσαπί, το [tʃa’pi]
τσαπί, το [tʃa’pi]: είδος τσάπας με μακρόστενο κοπτικό εξάρτημα: ‘Έβαλε το τσαπί στον ώμο και ξεκίνησε για το χωράφι’. [μσν. τσαπίον υποκορ. του τσάπ(α) -ίον]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
τράστο, το [‘trasto]
τράστο, το [‘trasto]: ταγάρι αργαλειού. [μσν. τάγιστρον < ταγισ- (ταγίζω δες στο ταΐζω) -τρον > *τάιστρο με αποβ. του μεσοφ. [j] > *τάστρο με αποβ. του ημιφ. για αποφυγή της χασμ. > τράστο με μετάθ. του [r] ]. Και: https://ilialang.gr/ταγάρι-το/ Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
τζάτζαλα, τα [‘dzadzala]
τζάτζαλα, τα [‘dzadzala]: γενικά τα εργαλεία. [μεσν. τζάντζαλον].
-
ταγάρι, το [ta’γari]
ταγάρι, το [ta’γari]: σακούλι μάλλινο. [μσν. ταγάριον υποκορ. του ελνστ. ταγ(ή) -άριον > -άρι]. Και: https://ilialang.gr/τράστο-το/
-
σφαλάγγι, το [sfa’laɟi]
σφαλλάγγι, το [sfa’laɟi]: η αράχνη. [μσν. σφαλάγγι < αρχ. φαλάγγιον (ανάπτ. προτακτ. [s] ;)]. Και: https://ilialang.gr/σφάλαγγας-γγι/ Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
σφαλαγγάκι, το [sfala’ŋgaki]
σφαλαγγάκι, το [sfala’ŋgaki]: α. η μικρή αράχνη. β. (μτφ.) το ζωηρό μωράκι. [μσν. σφαλάγγ(ι ) -ακι < αρχ. φαλάγγιον (ανάπτ. προτακτ. [s] 😉 -άκι].
-
συχαρίκι, το [sixa’riki]
συχαρίκι, το [sixa’riki]: το φιλοδώρημα σε αναγγελία καλής είδησης. [μσν. συγχαρίκια με αποβ. του [ŋ] πριν από [x] ‘συγχαρητήρια δώρα΄ < συγχαρ- (συγχαίρω) -ίκια, πληθ. του -ίκιον > -ίκι].
-
στερνή, η [ste’rni]
στερνή, η [ste’rni]: τα τελευταία χρόνια κάποιου. [μσν. υστερνός με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < υστερινός (συγκ. του άτ. [i] ) < αρχ. ὕστερ(ος) -ινός]. Και: https://ilialang.gr/στερνό/
-
στειλιάρι, το [sti’ʎari]
στειλιάρι, το [sti’ʎari]: α. ξύλο γεωργικών εργαλείων. β. αγράμματος. γ. αλύγιστος: ‘Κάθεται σαν το στειλιάρι’ (ακίνητος). [μσν. στειλειάριον υποκορ. του ελνστ. στειλει(ός) (αρχ. στειλεός) -άριον (ορθογρ. απλοπ.)].
-
σουδιάζω [su’ðʝazo]
σουδιάζω [su’ðʝazo]: α. οδηγώ το κοπάδι σε στενό πέρασμα. β. το πέρασμα αέρα μεταξύ δύο τοίχων ή δρόμων : ‘Σουδιάζει εδώ και έχει δροσούλα’ (κάνει ρεύμα) [μεσν. σούδα ‘αυλάκι’ – ιάζω < λατ. sudis].
-
σκουτί, το [sku’ti]
σκουτί, το [sku’ti]: το ρούχο, το ύφασμα: ‘Μάζεψε τα σκουτιά σου και βάλτα στην κασέλα’. [μσν. *σκουτίον υποκορ. του αρχ. σκῦτος ‘αργασμένο τομάρι΄ ( [i] ( [y] ) > [u] από επίδρ. του υπερ. [k] )].
-
σίδερο, το [‘siðero]
σίδερο, το [‘siðero]: α. γενικά το μέταλλο. β. το πιστόλι. [μσν. σίδερον < ελνστ. σίδηρα τά (τροπή του άτ. [ir > er] ) < αρχ. σίδηρος ὁ μεταπλ. σε ουδ. με βάση την αιτ.]. Και: https://ilialang.gr/σιδερικά-τα/
-
σάματις [‘samatis]
σάματις [‘samatis]: (επιρρ.) μήπως. [μσν. *ως + άματι (< φρ. άμα ότι ‘αμέσως όταν΄ με αποφυγή της χασμ.) με αποβ. του αρχικού άτ. φων.· προσθήκη του -ς αναλ. προς άλλα επιρρ. σε -ς: χτες, τότες, ίσως]. Και: https://ilialang.gr/σάματι-samati/ Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o