Ετικέτα: ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ

  • ακούτραφας, ο [aꞋkutrafas]

    ακούτραφας, ο [aꞋkutrafas]: αυχένας. [μσν. α– *κούτρ(α) ‘κεφάλι’ -αφας (πρβ. μσν. κουτρούλης) < λατ. scutra με αποβ. του [s] από συμπροφ. με το άρθρο στη γεν. εν. και στην αιτ. πληθ. και ανασυλλ. [tis-sk > tisk > tis-k] ]. http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • ακουμπάω [aku’mbao]

    ακουμπάω [aku’mbao]: (μτφ.) στηρίζομαι κάπου. [μσν. ακουμπώ < ακουμπ(ίζω) μεταπλ. -ώ με βάση το συνοπτ. θ. ακουμπισ-].

  • ακόνι, το [aꞋkoɲi]

    ακόνι, το [aꞋkoɲi]: ειδική πέτρα (σμιριδόπετρα), με την οποία ακονίζουν μαχαίρια και άλλα κοφτερά εργαλεία. [μσν. ακόνι(ν) < ακόνιον υποκορ. του αρχ. ἀκόνη ἡ]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • ακαμάτης [akaꞋmatis]

    ακαμάτης, -τρα [akaꞋmatis]: τεμπέλης: ‘Είναι ακαμάτης, ανεπρόκοπος’ [μσν. ακαμάτης < α- κάματ(ος) -ης· ακαμάτ(ης) -ισσα· ακαμά(της) -τρα]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i Όπως και: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • άκαγος [Ꞌakaγos]

    άκαγος, -η, -ο [Ꞌakaγos]: αυτός που δεν κάηκε: ‘Έμεινε άκαγο το κούτσουρο στη φωτιά’. [μσν. άκαγος < *άκαος με ανάπτ. μεσοφ. [γ] για αποφυγή της χασμ. (σύγκρ. αέρας > αγέρας) < α- 1 κα- (καίω) -ος].

  • αδειάζω [aꞋðʝazo]

    αδειάζω [aꞋðʝazo]: είμαι ελεύθερος, χωρίς απασχόληση. [μσν. αδειάζω < αρχ. ἄδει(α) -άζω].

  • αγώι, το [aꞋγoi]

    αγώι, το [aꞋγoi]: αμοιβή για την μεταφορά φορτίου. [μσν. αγώγι(ον) < αρχ. ἀγώγιον `φόρτωμα αμαξιού΄ και με αποβ. του μεσοφ. [j] ]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • αγροικάου [aγri’kau]

    αγρικάου [aγri’kau]: ακούω. [μσν. γρικώ, αγρικώ (αποβ. του αρχικού άτ. φων.) < μσν. αγροικ(ός) -ώ < ελνστ. ή μσν. *ἀγροικός ‘φρόνιμος’ < αρχ. ἄγροικος ‘κάτοικος των αγρών, άξεστος’ όπου το αρχικό ἄ- της λ. ἄγροικος θεωρήθηκε στερ.]. Όπως και: https://ilialang.gr/αγρικώ/ Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • αγραπιδιά, η [aγrapiꞋðʝa]

    αγραπιδιά, η [aγrapiꞋðʝa]: η άγρια αχλαδιά. [άγρι(ος) + μσν. απιδιά < απιδία, απιδέα με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < απίδ(ιν) -έα > -ιά]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • άγουλο, το [Ꞌaγulo]

    άγουλο, το [Ꞌaγulo]: φρούτο που δεν έχει ωριμάσει. [μσν. άγουρος με τροπή του -ρ- σε -λ- < ελνστ. ἄωρος με ανάπτ. μεσοφ. [γ] για αποφυγή της χασμ. και τροπή του άτ. [o > u] από επίδρ. του υπερ. [γ] και του [r], αρχ. σημ.: ‘όχι στην ώρα του’· άγουρ(ος) -ούτσικος]. Συνώνυμο: https://ilialang.gr/άωρος-ο/

  • αγκωνάρι, το [aŋgoꞋnari]

    αγκωνάρι, το [aŋgoꞋnari]: μεγάλη πέτρα πελεκημένη, παραλληλόγραμμη, που μπαίνει συνήθ. στις γωνίες των οικοδομών. [μσν. αγκωνάριν < αρχ. ἀγκων- : ‘γωνία τοίχου’ -άριν]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i Και: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • αγκομαχάου [agomaꞋxau]

    αγκομαχάου [agomaꞋxau]: ανασαίνω βαριά, με κόπο, λαχανιάζω εξαιτίας πάθησης, κούρασης, ζέστης κτλ., βογκώ, ασθμαίνω. [μσν. αγκομαχ(ώ) -άου < ελνστ. ὀγκ(ῶ) ‘τεντώνω’ -ο- + -μαχώ (< μάχομαι) κατά το ψυχομαχώ, τροπή [o > a] από συμπροφ. με τα ρηματ. μόρια να, θα και ανασυλλ. [na-oŋg > naŋg > n-aŋg] ]. Και: https://ilialang.gr/αγκομαχάω/

  • αγγλιά, τα [a’ŋgʎa]

    αγγλιά, τα [a’ŋgʎa]: τα μεγάλα δοχεία από λαμαρίνα στα οποία έβαζαν το λάδι οι λιτρουβιάρηδες. [μσν. αγγειό -λιά].

  • αγγελό, το [aŋge’lo]

    αγγελό, το [aŋge’lo]: οικειακό δοχείο. [μσν. αγγειό]. Όπως και: https://ilialang.gr/αγγειό-το/ Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • αγγειά, τα [a’ŋɟa]

    αγγειά, τα [a’ŋɟa]: α. οικιακά σκεύη. β. (μτφ.) τα ανδρικά γεννητικά όργανα. γ. τα χάλκινα σκεύη που χρησιμοποιούσε ο τσοπάνης για διάφορες εργασίες, όπως το άρμεγμα, το πήξιμο του τυριού κλπ. [μσν. αγγειό < αρχ. ἀγγεῖον με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • αγγειό, το [a’ŋɟo]

    αγγειό, το [a’ŋɟo]: σκεύος, δοχείο, συνήθ. πήλινο ή χάλκινο, για οικιακή χρήση: ‘Mαζεύτηκαν οι κυράδες με τ’ αγγειά τους’. [μσν. αγγειό < αρχ. ἀγγεῖον με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]. Και: https://ilialang.gr/αγγελό-το/ Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf Όπως και: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • αβγατάω [avγa’tao]

    αβγατάω [avγa’tao]: μεγαλώνω, αυξάνω. [μσν. αβγατίζω < εβγατίζω ( [e > a] από συμπροφ. με τα ρηματ. μόρια να, θα και ανασυλλ. [na-ev > nav > n-av] ) < *εβγατ(ός) -ίζω < ελνστ. ἐκβατός ‘που συντελείται΄, με αφομ. ηχηρ. [kv > γv] και αντιμετάθ. [γv > vγ] (σύγκρ. βγαίνω < *εγβαίνω < εκβαίνω)]. Και: https://ilialang.gr/αυγατίζου-avγatizu/ Όπως επίσης: https://ilialang.gr/αυγαταίνω-αυγατάω/ […]

  • χτικιάρης [xti’caris]

    χτικιάρης, -α, -ικο [xti’caris]: α. φυματικός. β. αρρωστιάρης. [μσν. κτικιάρης με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] < κτικ(ιό) (δες στο χτικιό) -ιάρης].

  • χουλιάρα, η [xu’ʎara]

    χουλιάρα, η [xu’ʎara]: κουτάλι. [ελνστ. κοχλιάριον (υποκορ. του αρχ. κόχλος, κοχλίας) > *χοχλιάριον (αφομ. [k-x > x-x] ) > *χουχλιάριον ( [o > u] από επίδρ. των υπερ. [x] και του [l] ) > *χουλιάριον (ανομ. αποβ. του δεύτερου [x] ) > χουλιάρ(ι) -α (αποφυγή της χασμ.)]. Και: https://ilialang.gr/χουλιάρι-το/ Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • χλιμιντράει [xlimi’ndrai]

    χλιμιντράει [xlimi’ndrai]: α. φωνάζει το άλογο. β. (μτφ) κοκορεύεται. [μσν. *χλιμιντρίζω (πρβ. μσν. χλιμιτρίζω) < αρχ. χρεμετίζω ίσως ηχομιμ.· μσν. *χλιμιντρώ (πρβ. μσν. χιλιμιντρώ) < χλιμιντρ(ίζω) μεταπλ. -ώ με βά ση το συνοπτ. θ. χλιμιντρισ-].