Ετικέτα: ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ
-
ορμήνια, η [o’rmiɲa]
ορμήνια, η [o’rmiɲa]: συμβουλή: ‘Πήρα την ορμήνια μου από τη βάβα μου’. [μσν. *ορμήνια (πρβ. μσν. ορμηνεία, ερμήνεια) < ορμην(εύω) -ια (αναδρ. σχημ.)].
-
φρόκαλο, το [‘frokalo]
φρόκαλο, το [‘frokalo]: σκουπίδι. [μσν. ρ. φροκαλ(ώ) ‘σκουπίζω΄ -ο (αναδρ. σχημ.) < φροκάλ(ι) -ώ < φλοκάλι (ανομ. υγρών [l-l > r-l] ) < μσν. φιλοκάλιον ‘σκούπα΄ (συγκ. του άτ. [i] ) < αρχ. φιλόκαλ(ος) ‘που του αρέσει η ομορφιά΄ -ιον (πρβ. ρ. φιλοκαλῶ ‘αγαπώ την ομορφιά΄, ελνστ. σημ.: ‘εξωραΐζω΄, μσν. σημ.: ‘βάζω σε τάξη΄)]. Και: https://ilialang.gr/σαρίδι-το/
-
ξόβεργο, το [‘ksoverγo]
ξόβεργο, το [‘ksoverγo]: μικρό κλαδί ή βέργα αλειμμένη με ιξό ή με άλλη κολλητική ουσία, που χρησιμοποιείται ως παγίδα για μικρά συνήθ. ωδικά πουλιά. [μσν. *ιξόβεργα (πρβ. μσν. ξόβεργον) < ιξ(ός) -ο- + βέργα· μσν. ξόβεργον]. Και: https://ilialang.gr/ξόβεργα-η-ksoverγa/
-
πααίνω [pa’eno]
πααίνω [pa’eno]: πηγαίνω: ‘Πάαινε να σαλέψει ο νους μου’. [μσν. παγαίνω < πααίνω]. Και: https://ilialang.gr/παγαίνω-pajeno/
-
παστρεύω [pa’strevo]
παστρεύω [pa’strevo]: καθαρίζω πολύ καλά. [μσν. πάστρ(α) -εύω].
-
ισιάζω [i’sçazo]
ισιάζω [i’sçazo]: α. ευθυγραμμίζω ή ισιώνω. β. κατευθύνομαι κάπου. γ. τακτοποιώ, διευθετώ, φτιάχνω κάτι, σουλουπώνω. δ. βελτιώνω, καλυτερεύω. στ. απειλώ. [μσν. ισιάζω < ίσι(ος) -άζω]. Και: https://ilialang.gr/σάζω-sazo/ Και: https://ilialang.gr/σιάζω-ή-ισιάζω-isxazo/
-
τρογύρω [tro’γiro]
τρογύρω [tro’γiro]: τριγύρω [μσν. τριγύρω < τρι- + γύρω]. Και: https://ilialang.gr/τροΰρω-τρογύρω/
-
αφόρειο, το [a’forʝo]
αφόρειο, το [a’forʝo]: για ρούχο που δεν το έχουν φορέσει καθόλου, που δεν το έχουν χρησιμοποιήσει, που δεν είναι φορεμένο· καινούριος. [μσν. αφόρετος < ελνστ. ἀφόρητος με τροπή του άτ. [ir > er] (σύγκρ. το μεταπλ. του συνοπτ. θ. αρχ. φορησ- > ελνστ. φορεσ-)]. Και: https://ilialang.gr/αφόρεγο-αφόρετος-η-ο-aforetos/
-
δρόλαπας, ο [‘ðrolapas]
δρόλαπας, ο [‘ðrolapas]: ραγδαία βροχή με δυνατό άνεμο· ανεμοβρόχι. [μσν.(;) *υδρολαίλαψ, αιτ. -απα & υποκορ. *υδρολαιλάπιον με αποβ. του αρχικού άτ. φων. και απλολ. [lela > la] < αρχ. ὑδρο- + λαῖλαψ = λαίλαπα]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
ζύγι, το [‘ziγi]
ζύγι, το [‘ziγi]: το νήμα. [μσν. ζύγι < ζύγιν < ζύγιον < ζυγ(ίζω) -ι (αναδρ. σχημ.)].
-
καρδάρι, το [kar’ðari]
καρδάρι, το [kar’ðari]: μεγάλο ξύλινο ή μεταλλικό κυλινδρικό δοχείο με δύο λαβές ή με μία ημικυκλική, όπου αρμέγουν το γάλα.[μσν. καρδάρι < καλδάριον (αφομ. [l-r > r-r] ) < μσνλατ. caldari(um) (< υστλατ. caldaria ‘δοχείο για βράσιμο΄) -ον]. Και: https://ilialang.gr/καρδάρα-η-karδara/
-
αγριοπιδέα, η [aγriopi’ðea]
αγριοπιδέα, η [aγriopi’ðea]: η άγρια αχλαδιά. [μσν. αγριαπιδία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < αγρι(ο)- + απιδία > (α)πιδ(ιά) -έα].
-
κορφή, η [ko’rfi]
κορφή, η [ko’rfi]: το βούτυρο. [μσν. κορφή < αρχ. κορυφή με συγκ. του άτ. [i] ανάμεσα σε δύο σύμφ.].
-
ψιχάλα η [psi’xala]
ψιχάλα η [psi’xala]: σταγόνα βροχής: ‘Ψιλές / χοντρές ψιχάλες’. [μσν. *ψιχάλα (πρβ. μσν. ψιχαλίζει) συμφυρ. ψεκάδα < αρχ. ψεκάς, αιτ. -άδα + ψίχαλο ‘ψίχουλο΄ < αρχ. ψιχ- (δες ψίχα) -αλο].
-
χτένι, το [‘xteni]
χτένι, το [‘xteni]: α. χτένα. β. εξάρτημα του αργαλειού που, καθώς περνάει μέσα από το στημόνι, χωρίζει τις κλωστές και συμπιέζει το υφάδι. γ. το κάτω άκρο του ποδιού εκεί που δένει το κορδόνι. [μσν. χτένι < κτένιν με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] < ελνστ. κτένιον υποκορ. του αρχ. κτείς ὁ].
-
χτικιό το [xti’co]
χτικιό το [xti’co]: φυματίωση. [μσν. κτικιό με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] < κτικ(ιάζω) (δες στο χτικιάζω) -ιό (αναδρ. σχημ.)].
-
χεριά, η [çe’rʝa]
χεριά, η [çe’rʝa]: όσο πιάνει το χέρι, κυρίως για φυτά με μακριά κοτσάνια: ‘Mάζευε χεριές χεριές τα αγριολούλουδα’. [μσν. χερέα με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < χέρ(ι) -έα > -ιά].
-
χειμωνικό, το [çimoni’ko]
χειμωνικό, το [çimoni’ko]: καρπούζι. [μσν. χειμωνικόν < χειμών(ας) -ικόν]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
φλόκια, τα [‘floca]
φλόκια, τα [‘floca]: το καθένα από τα μάλλινα, στριμμένα νήματα που εξέχουν από τις φλοκάτες. [μσν. φλόκ(ος) < παλ. ιταλ. *flocco (σύγκρ. φιόγκος) ή βλάχ. floc (< λατ. floccus) υποκορ. -ι].
-
φλάμπουρο, το [‘flamburo]
φλάμπουρο, το [‘flamburo]: α. είδος πολεμικής σημαίας· (πρβ. λάβαρο). β. (υποτιμ.) ο λεβέντης [μσν. φλάμπουρον < *φλάμπουλον (ανομ. υγρών [l-l > l-r] ) < φλάμουλον (τροπή του μεσοφ. [m > mb] ) < ελνστ. φλάμμουλ(α) -ον < υστλατ. flammula ‘σημαία του ιππικού’ (επειδή απεικόνιζε μικρή φλόγα: λατ. flamma)]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o