Ετικέτα: ΛΑΤΙΝΙΚΗ

  • καπίστρι, το [ka’pistri]

    καπίστρι, το [ka’pistri]: η καπιστράνα, το χαλινάρι. [μσν. καπίστρι(ν) < ελνστ. καπίστριον < λατ. capistr(um) -ιον ‘σκοινί για οδήγημα ζώων΄].

  • ίγκλα, η [‘iŋgla]

    ίγκλα, η [‘iŋgla]: ο ιμάντας με τον οποίο δένεται το σαμάρι ή η σέλα στο σώμα του ζώου. ‘Λύθηκε η ίγκλα, γύρισε το σαμάρι’. [μσν. ίγκλα < γίγκλα (αποβ. του αρχικού [j] ανάμεσα σε δύο φων. κατά τη συμπροφ. με το άρθρο: τη γίγκλα, μία γίγκλα) < κίγκλα (αφομ. ηχηρ. προς το ακόλουθο [ŋg] ) […]

  • βαρβατσούλι, το [varva’tsuli]

    βαρβατσούλι, το [varva’tsuli]: (μειωτ.) ανήλικος που ερωτοτροπεί. [λατ. barbatus ‘που έχει γένια (barba)΄ (δηλ. όχι ευνούχος) + τσούλι].

  • βαρβάτος [va’rvatos]

    βαρβάτος, -η, -ο [va’rvatos]:  ο μη ευνουχισμένος. [λατ. barbatus ‘που έχει γένια (barba)΄ (δηλ. όχι ευνούχος) -ος].