Ετικέτα: ΛΑΤΙΝΙΚΗ

  • ξάι, το [‘ksai]

    ξάι, το [‘ksai]: το ποσοστό που θα πάρει ο μυλωνάς από το προϊόν που θα αλέσει. [λατ. λ. exagium ‘ζυγός’]. Όπως και: https://ilialang.gr/ξάγι-ξάι-το/  

  • ξαμώνω [ksa’mono]

    ξαμώνω [ksa’mono]: πλησιάζω: ‘Μην με ξαμώνεις, ε;’  [μσν. εξαμώνω με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < έξαμ(ον) -ώνω < λατ. exam(en) ‘ζύγισμα, προσεχτική εξέταση΄ -ον].

  • ροβολικό, το [rovoli’ko]

    ροβολικό, το [rovoli’ko]: το πλαγερό μέρος. [< ίσως, λατ. revolare ‘επιστρέφω γρήγορα’ ροβολ(άω) -ικό].

  • φτουράω [ftu’rao]

    φτουράω [ftu’rao]: α. (για πρόσ.) είμαι επαρκής, ικανός για κτ.: ‘Το κρασί δε φτούρησε’. β. (για πργ.): Tα λόγια του (δε) φτούρησαν, (δεν) ήταν επαρκή ώστε να πείσουν, να επηρεάσουν σοβαρά. [ίσως λατ. obduro ‘επιμένω, αντέχω’ με αποβ. του αρχικού άτ. φων. και επίδρ. του φτάνω]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • φούρκα, η [‘furka]

    φούρκα, η [‘furka]: α. ξύλινος κυρίως πάσσαλος που καταλήγει σε διχάλα. Και: https://ilialang.gr/φουρκάδα-η/ β. η θηλιά της κρεμάλας. [ελνστ. φοῦρκα < λατ. furca]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • φασκιά, η [fa’sca]

    φασκιά, η [fa’sca]: πλατιά λωρίδα υφάσματος με την οποία τύλιγαν τα βρέφη: ‘Είναι μωρό στις φασκιές ακόμα’. [ελνστ. φασκία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < λατ. fasc(ia) ( [fá-] ) -ία].

  • φακιόλι, το [fa’coli]

    φακιόλι, το [fa’coli]: α. (προφ.) γυναικείο μαντίλι που δένεται στο κεφάλι για να το προστατεύει, κυρίως κατά την εκτέλεση οικιακών εργασιών· β. πετσέτα φαγητού (πρβ. τσεμπέρι). [μσν. φακιόλιν < ελνστ. φακιάλιον < υστλατ. facial(e) ‘κεφαλόδεσμος΄ -ιον < λατ. facies ‘πρόσωπο΄ με επίδρ. του ελνστ. φακιόλιον (ίδ. σημ.) < λατ. fasciol(a) ‘μικρός επίδεσμος΄ -ιον]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • τέντα [‘teda]

    τέντα [‘teda]: (ως επίρρ.) ορθάνοιχτα, διάπλατα: ‘Aνοίγω / έχω τέντα τα μάτια μου’. [μσν. τέντα < λατ. tenda ‘σκηνή’ & μέσω του ιταλ. tenda]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • στράτα, η [‘strata]

    στράτα, η [‘strata]: δρόμος: ‘Πήρε τη στράτα για την πόλη’. [ελνστ. στράτα < λατ. strata (ενν. via) ‘στρωμένος δρόμος΄]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf, https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • σούφρα, η [‘sufra]

    σούφρα, η [‘sufra]: α. πτυχή ή πτύχωση. β. ασθένεια μωρών κατά την οποία το δέρμα τους κιτρινίζει [μσν. σούφρα ίσως < υστλατ. *sup(p)la ‘γονυκλισία΄ < λατ. supplicare ‘ικετεύω΄]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • σούδα, η [‘suða]

    σούδα, η [‘suða]: το στενό κομμάτι χωραφιού. [< λατ. sudis ‘το αυλάκι’]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • σκουτέλι, το [sku’teli]

    σκουτέλι, το [sku΄teli]: α. μικρή γαβάθα. β. η κούπα, Φράση: ‘Η κούπα και σκουτέλα’ [μσν. σκουτέλλι(ν) < σκουτέλλιον υποκορ. του σκουτέλλα < λατ. scutella (ορθογρ. απλοπ.)]. Και: https://ilialang.gr/σκουτέλα-η/ Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • ρούσος [‘rusos]

    ρούσος, -α, -ο [‘rusos]: άνθρωπος με κοκκινωπά μαλλιά ή ζώα με κοκκινωπό τρίχωμα. [μσν. *ρούσος < λατ. russ(us) -ος (πρβ. μσν. ή ελνστ. ῥούσιος < λατ. russeus, ίδ. σημ.)]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • ξάγι, το [‘ksaγi]

    ξάγι, το [‘ksaγi]: το ποσοστό που θα πάρει ο μυλωνάς από το προϊόν που θα αλέσει. [λατ. λ. exagium ‘ζυγός’]. Όπως και: https://ilialang.gr/ξάι-το-ksai/ Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • λανάρι, το [la’nari]

    λανάρι, το [la’nari]: εργαλείο ή μηχάνημα που κατεργάζεται το μαλλί (ή το βαμβάκι), ώστε να είναι έτοιμο για κλώσιμο. [μσν. λανάρι(ον) ουσιαστικοπ. ουδ. του ελνστ. επιθ. λανάριος ‘εργάτης που κατεργάζεται μαλλί΄ < λατ. lanarius· λανάρ(ι) μεγεθ. -α].

  • καντήλα, η [ka’ndila]

    καντήλα, η [ka’ndila]: α. φουσκάλα με υγρό που σχηματίζεται στο δέρμα. β. είδος λιχναριού. [< καντήλα < ελνστ. κανδήλα, κανδήλη (προφ. [nd] ) < λατ. candela, ίσως επειδή μπορεί να προξενήσει κάψιμο]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • κάνουλα, η [‘kanula]

    κάνουλα, η [‘kanula]: ξύλινη βρύση σε βαρέλι κρασιού. [μσν. κάνουλα αντδ. < υστλατ. cannula υποκορ. του canna].

  • βηλάρι, το [vi’lari]

    βηλάρι, το [vi’lari]: ύφασμα αργαλειού [<λατ. velarium. Τ. ‑ιον τον 6. αι. και ‑ιν το 10. αι. (LBG, λ. ‑ιον). Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • βιγλάτορας, ο [vi’γlatoras]

    βιγλάτορας, ο [vi’γlatoras]: σκοπός, φρουρός μιας περιοχής. [βίγλα -τορας]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • βιγλίζω [vi’γlizo]

    βιγλίζω [vi’γlizo]: παρατηρώ. [βίγλ(α) –ίζω]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf