Ετικέτα: ΚΛΩΣΤΟΫΦΑΝΤΟΥΡΓΙΑ

  • απλώστρα, η [a’plostra]

    απλώστρα, η [a’plostra]: το εξάρτημα του αργαλειού που κρατάει το αντί [απλωσ- (απλώνω) -τρα]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • αντί, το [a’ndi]

    αντί, το [a’ndi]: κυλινδρικό εξάρτημα του αργαλειού πάνω στο οποίο τυλίγεται το νήμα. [αρχ. ἀντίον με αποφυγή της χασμ. και αποβ. του τελικού -ν].

  • ανυφάντρα, η [ani’fandra]

    ανυφάντρα, η [ani’fandra]: η υφάντρα. [ανυφ(αίνω) -άντρα]. Βλ.: https://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/search.html?lq=ανυφαίνω&dq= Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • ανεμίδι, το [ane’miði]

    ανεμίδι, το [ane’miði]: συσκευή που με την περιστροφή του τροχού της επιτρέπει το ξετύλιγμα του νήματος από την ανέμη και μετά το ξανατύλιγμα στα μασούρια [ανέμ(η) -ίδι].

  • αδράχτι, το [a’ðraxti]

    αδράχτι, το [a’ðraxti]: το επίμηκες κυλινδρικό ξύλο στο οποίο τυλίγεται το νήμα που παράγεται κατά το γνέσιμο του μαλλιού. [μσν. αδράχτι < αδράκτι (ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ) < ελνστ. ἀδράκτιον υποκορ. του ἄδρακτος < αρχ. ἄτρακτος]. Όπως και: https://ilialang.gr/δρούγα-η/ Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • αγνάρι, το [a’γnari]

    αγνάρι, το [a’γnari]: το πάτημα του πέλματος. [κατά το ‘αχνάρι’]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • αποφόρι, το [apo’fori]

    αποφόρι, το [apo’fori]: φθαρμένο ρούχο το οποίο δόθηκε σε κάποιον άλλο. [αποφορ(ώ < απο- φορώ) -ι (αναδρ. σχημ.)].

  • αντρομίδα, η [andro’miða]

    αντρομίδα, η [andro’miða]: είδος τάπητος που χρησιμοποιείται στα χωριά. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf Όπως και: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • ανέμη, η [a’nemi]

    ανέμη, η [a’nemi]: όργανο της υφαντικής, με οριζόντια περιστρεφόμενη στεφάνη, γύρω από την οποία τεντώνουν τουλούπες (κούκλες) νήματος για να το τυλίξουν σε κουβάρι ή μασούρι· ροδάνι. [ελνστ. ἀνέμη]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • αλατζάς, ο [alaꞋndzas]

    αλατζάς, ο [ala’ndzas]: βαμβακερό ύφασμα κατώτερης ποιότητας: ‘Φουστάνι από αλατζά’. [τουρκ. alaca -ς]. (Κανελλακόπουλος).

  • αγανός [aγa’nos]

    αγανός, -ή, -ό [aγa’nos]: (για ύφασμα) αραιός, αραιοϋφασμένος. [αρχ. ἀγανός ‘μαλακός, ευγενικός΄]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • τράστο, το [‘trasto]

    τράστο, το [‘trasto]: ταγάρι αργαλειού. [μσν. τάγιστρον < ταγισ- (ταγίζω δες στο ταΐζω) -τρον > *τάιστρο με αποβ. του μεσοφ. [j] > *τάστρο με αποβ. του ημιφ. για αποφυγή της χασμ. > τράστο με μετάθ. του [r] ]. Και: https://ilialang.gr/ταγάρι-το/ Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • τουλούπα, η [tu’lupa]

    τουλούπα, η [tu’lupa]: τούφα από μαλλί ή από βαμβάκι έτοιμο για γνέσιμο: ‘Έβαλε την τουλούπα στη ρόκα της και άρχισε να γνέθει’. [αρχ. τολύπ(η) μεταπλ. -α ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [p] και του [l] )]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • ταμτέλα, η [tam’tela]

    ταμτέλα, η [tam’tela]: δαντέλα.

  • ροδάνι, το [ro’ðani]

    ροδάνι, το [ro’ðani]: μικρός τροχός (κλωστικής μηχανής), που παίρνει κίνηση από ένα μεγαλύτερο και έτσι περιστρέφεται με μεγαλύτερη ταχύτητα και κινεί το αδράχτι πάνω στο οποίο τυλίγεται το νήμα. [ελνστ. ῥοδάνη ἡ ‘υφάδι΄ μεταπλ. σε ουδ. με βάση την ομόηχη κατάλ. [i] και αναλ. προς τα μασούρι, καλάμι].

  • νέμα, το [‘nema]

    νέμα, το [‘nema]: το νήμα. [νήμα]. Όπως και: https://ilialang.gr/γνέμα-το/

  • μπρισίμι, το [bri’simi]

    μπρισίμι, το [‘brisimi]: μεταξωτή κλωστή. [τουρκ. ibrişim ‘μπρισίμι’ -ι]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • μιτάρι, το [mi’tari]

    μιτάρι, το [mi’tari]: εξάρτημα αργαλειού με τη βοήθεια του οποίου ανοίγουν το στημόνι για να περάσει η σαΐτα με το υφάδι. [ελνστ. μιτάριον υποκορ. του αρχ. μίτος]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • μασούρι, το [ma’suri]

    μασούρι, το [ma’suri]: ποσότητα νήματος ή κλωστής μαζεμένη έτσι ώστε να σχηματίζει κύλινδρο: ‘Τα ‘βαλε τα μασούρια και άρχισε να υφαίνει’ [μσν. μασούριον < τουρκ. masur(a) (από τα περσ.) -ιον]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • κουρούνα, η [ku’runa]

    κουρούνα, η [ku’runa]: α. εξάρτημα αργαλειού. β. η άσχημη γυναίκα. γ. είδος πτηνού. δ. η κακομοίρα: ‘Αχ κουρούνα μου! Τι πόπαθες και ‘σύ;’ [μσν. κουρούνα < αρχ. κορών(η) μεταπλ. -α ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] και του [n] )]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf