Ετικέτα: ΚΛΩΣΤΟΫΦΑΝΤΟΥΡΓΙΑ
-
μασουριάζω [masu’rʝazo]
μασουριάζω [masu’rʝazo]: μαζεύω σε μικρά καλαμάκια το υφάδι. [μασουρ(ι) –ιάζω]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
λανάρι, το [la’nari]
λανάρι, το [la’nari]: εργαλείο ή μηχάνημα που κατεργάζεται το μαλλί (ή το βαμβάκι), ώστε να είναι έτοιμο για κλώσιμο. [μσν. λανάρι(ον) ουσιαστικοπ. ουδ. του ελνστ. επιθ. λανάριος ‘εργάτης που κατεργάζεται μαλλί΄ < λατ. lanarius· λανάρ(ι) μεγεθ. -α].
-
λαναρίζω [lana’rizo]
λαναρίζω [lana’rizo]: κατεργάζομαι το μαλλί. [λανάρ(ι) –ίζω < μσν. λανάρι(ον)].
-
λαζούρι, το [la’zuri]
λαζούρι, το [la’zuri]: το κόκκινο νήμα. [παλαιότ. επίθ. λαζούριον (χρώμα, πιθ. 7. αι., Steph., πβ. Lampe, λ. ιος) <περσ. lᾱzhward· πβ. μεσν. λατ. lazur και lazurius (Du Cange, Lat.). H λ. το 10. αι. (Steph.). Τ. λαζούρ’ σήμ. ιδιωμ.]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
κρουστός [kru’stos]
κρουστός, -ή, -ό [kru’stos]: για ύφασμα με πολύ πυκνή ύφανση ή για πλεκτό πλεγμένο πολύ σφιχτά. || για ύφασμα σκληρό, ντούρο. [κρούστ(α) -ός]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
κουβαριάζω [kuva’rʝazo]
κουβαριάζω [kuva’rʝazo]: α. τυλίγω νήμα και σχηματίζω κουβάρι. β. (μτφ.) για άνθρωπο που έχει κουλουριαστεί από τον πόνο ή που έχει ζαρώσει από τα γηρατειά: ‘Το παιδί κουβαριάστηκε στο τζάκι’. [κουβάρ(ι) -ιάζω].
-
κομπόδεμα, το [ko’mboðema]
κομπόδεμα, το [ko’mboðema]: α. χρήματα τα οποία έχει αποταμιεύσει κάποιος, συνήθ. με κόπους και θυσίες και που τα κρατάει κρυφά από τους άλλους. β. το κομπόδεμα του στημονιού. [μσν. κομπόδεμα < κομποδέ(νω) -μα] [κόμπ(ος) –ο- δέμα]. Πηγή: https://www.antroni.gr/index.php/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
κλουβίστρα, η [klu’vistra]
κλουβίστρα, η [klu’vistra]: ξύλινη ορθογώνια κατασκευή στην οποία τύλιγαν το νήμα στα καλαμίδια της. [κλουβ(ί) + ιστρα]. Πηγή: https://www.antroni.gr/index.php/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
κλωνά, η [klo’na]
κλωνά, η [klo’na]: η κλωστή. [μσν. κλωνίν < ελνστ. κλωνίον υποκορ. του αρχ. κλών ‘κλωνιά η’, κλωνά]. Πηγή: https://www.antroni.gr/index.php/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
κιλίμι, το [ki’limi]
κιλίμι, το [ki’limi]: χαλί. [τουρκ. kilim ‘χαλί’ -ι].
-
καρελλομάνα, η [karelo’mana]
καρελλομάνα, η [karelo’mana]: μέρος του αργαλειού. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
καλαμίδι, το [kala’miði]
καλαμίδι, το [kala’miði]: υφαντικό εργαλείο. [μσν. καλαμίδι(ν) υποκορ. του ελνστ. καλαμίς (μαρτυρείται στη σημ.: ‘θήκη καλαμένιας πένας΄, πρβ. ελνστ. καλαμεύς ‘ψαράς με καλαμίδι΄)].
-
καλαμίζω [kala’mizo]
καλαμίζω [kala’mizo]: τυλίγω το νήμα στο καλάμι. [καλάμ(ι) -ίζω (διαφ. το ελνστ. καλαμίζω ‘παίζω καλαμένιο φλάουτο΄)]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
δίμιτο, το [‘ðimito]
δίμιτο, το [‘ðimito]: με διπλό μιτάρι. [<δι + ουσ. μίτος. Η λ. στον Ησύχ. (LBG), σε σχόλ. και Γλωσσάρ. (DGE) και σήμ. ιδιωμ.]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
διάστρα, η [‘ðʝastra]
διάστρα, η [‘ðʝastra]: εργαλείο με το οποίο το στημόνι τοποθετείται στο αντί του αργαλειού. [διασ- (διάζομαι δες στο διασίδι) -τρα]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
διάζω [‘ðjazo]
διάζω [‘ðʝazo]: φτιάχνω το διασίδι (στημόνι) για την ύφανση. [αρχ. διάγω].
-
γύρος, ο [‘ʝiros]
γύρος, ο [‘ʝiros]: (μτφ.) πλέγμα από λεπτό νήμα σε σχήμα ταινίας, που το χρησιμοποιούν για να διακοσμήσουν ρούχα, κεντήματα κτλ. [ελνστ. γῦρος ‘κύκλος΄]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
βηλάρι, το [vi’lari]
βηλάρι, το [vi’lari]: ύφασμα αργαλειού [<λατ. velarium. Τ. ‑ιον τον 6. αι. και ‑ιν το 10. αι. (LBG, λ. ‑ιον). Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
βελέντζα, η [ve’lendza]
βελέντζα, η [ve’lendza]: μάλλινο υφαντό αργαλειού: ‘Έστρωσε τις βελέντζες’ [τουρκ. velenç(e) -α θηλ. κατά τη λ. κουβέρτα]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
αργάζω [a’rγazo]
αργάζω [a’rγazo]: κατεργάζομαι δέρματα [αρχ. ὀργάζω με τροπή [o > a] από συμπροφ. με τα ρηματ. μόρια να, θα και ανασυλλ. [na-or > nar > n-ar]].