Ετικέτα: ΚΛΩΣΤΟΫΦΑΝΤΟΥΡΓΙΑ

  • χτένι, το [‘xteni]

    χτένι, το [‘xteni]: α. χτένα. β. εξάρτημα του αργαλειού που, καθώς περνάει μέσα από το στημόνι, χωρίζει τις κλωστές και συμπιέζει το υφάδι. γ. το κάτω άκρο του ποδιού εκεί που δένει το κορδόνι. [μσν. χτένι < κτένιν με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] < ελνστ. κτένιον υποκορ. του αρχ. κτείς ὁ].

  • φλόκια, τα [‘floca]

    φλόκια, τα [‘floca]: το καθένα από τα μάλλινα, στριμμένα νήματα που εξέχουν από τις φλοκάτες. [μσν. φλόκ(ος) < παλ. ιταλ. *flocco (σύγκρ. φιόγκος) ή βλάχ. floc (< λατ. floccus) υποκορ. -ι].

  • ξεκλώνια, τα [kse’kloɲa]

    ξεκλώνια, τα [kse’kloɲa]: οι ξεφτισμένες κλωστές. [< ξε- κλων(άρι / ι) –ια].

  • υφάδι, το [i’faði]

    υφάδι, το [i’faði]: το κατά πλάτος και κάθετο στο στημόνι νήμα του υφάσματος που υφαίνεται στον αργαλειό. [μσν. υφάδιον υποκορ. του αρχ. ὑφ(ή) –άδιον]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • τυλιγάδι, το [tili’γaði]

    τυλιγάδι, το [tili’γaði]: ξύλινο όργανο όπου οι υφάντριες τυλίγουν το νήμα σε κουβάρια, καθώς αυτό ξετυλίγεται από το αδράχτι. [μσν. τυλιγάδιον < τυλίγ(ω) -άδιον > -άδι]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • τυλιγαδιάζω [tiliγa’δjazo]

    τυλιγαδιάζω [tiliγa’δjazo]: τυλίγω το νήμα σε τυλιγάδι: ‘Οι υφάντρες τυλιγαδιάζουν τα νήματα’. [τυλιγάδ(ι) -ιάζω]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • τσούκνα, η [‘tʃukna]

    τσούκνα, η [‘tʃukna]: υφαντό αμάνικο πανωφόρι. [< σλαβ. sykno ‘τσόχα, κετσές’ -α].

  • ταντέλα, η [ta’dela]

    ταντέλα, η [ta’dela]: η δαντέλα. [< δαντέλα]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • ταρκάσι, το [ta’rkasi]

    ταρκάσι, το [ta’rkasi]: αντικείμενο ευτελούς αξίας, λινάτσα, ρετάλι.

  • σουγλί, το [su’γli]

    σουγλί, το [su’γli]: σουβλί. Εργαλείο μυτερό του τσαγκάρη για το πέρασμα της κλωστής στο δέρμα (πετσί). [< μσν. σουγλί(ο)ν < σουβλί(ο)ν με τροπή [v > γ] πριν από [l] ].

  • σάϊσμα, το [‘saizma]

    σάϊσμα, το [‘saizma]: στρωσίδι από αργαλειό το οποίο υφαίνεται από γίδινο μαλλί. [< σάγισμα < σαγίον < αρχ. σάγος ‘χοντρός μανδύας’]. Όπως και: https://ilialang.gr/σάγισμα-το/ Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • σαΐτα, η [sa’ita]

    σαΐτα, η [sa’ita]: α. είδος μικρού ευκίνητου φιδιού. β. εξάρτημα του αργαλειού, με το οποίο περνούν το υφάδι μέσα από τις κλωστές του στημονιού καθώς και το αντίστοιχο εξάρτημα της ραπτομηχανής. [μσν. σαΐτα < σαγίτα με αποβ. του μεσοφ. [j] ]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • ρόκα, η [‘roka]

    ρόκα, η [‘roka]: ειδική ράβδος πάνω στην οποία στερεώνουν το μαλλί ή το μπαμπάκι για να το γνέσουν με το χέρι: ‘H γιαγιά, καθισμένη στο τζάκι και με τη ρόκα στο χέρι, έλεγε παραμύθια’. [μσν. ρόκα < ιταλ. rocca]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • ρετάλι, το [re’tali]

    ρετάλι, το [re’tali]: α.το τελευταίο υπόλοιπο από ολόκληρο τόπι υφάσματος, που είναι λιγότερο από όσο χρειάζεται κανονικά για τη ραφή ενδύματος: ‘Aγόρασε ένα ρετάλι στη μισή τιμή’. β. (μειωτ.) για πρόσωπο εντελώς ανάξιο λόγου και ασήμαντο ή καχεκτικό και αδύναμο. [ιταλ. αρσ. ritaglio (ή διαλεκτ. *retaglio), πληθ. ritagli, που θεωρήθηκε ουδ. εν.]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • πρόγκα, η [‘proŋga]

    πρόγκα, η [‘proŋga]: α. το καρφί. β. εξάρτημα αλετριού. [σλαβ. *poroga με ανομ. αποβ. του πρώτου [o] ].

  • πατήθρες, οι [pa’tiθres]

    πατήθρες, οι [pa’tiθres]: ξύλινοι μοχλοί που χρησιμοποιούνται από την υφάντρα. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • ντρίλι, το [‘drili]

    ντρίλι, το [‘drili]: είδος φτηνού βαμβακερού υφάσματος που το χρησιμοποιούσαν κυρίως για να φτιάχνουν παντελόνια. [αγγλ. drill -ι].

  • νέθω [‘neθo]

    νέθω [‘neθo]: γνέθω. [(γ)νέθω].

  • μπούρδα, η [‘burða]

    μπούρδα, η [‘burða]: α. λόγος ανόητος, ψευδής ή γενικά χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο. β. η λινάτσα. [ισπαν. burda ‘χοντροκομμένη΄, ‘αδέξιο ψέμα΄].

  • μπερσίμι, το [be’rsimi]

    μπερσίμι, το [be’rsimi]: η στριμμένη μεταξωτή κλωστή. [τούρκ. ibrisim -ι]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o